Συνέντευξη με τον Βασίλη Λάγιο

Πριν από 3 περίπου μήνες η διαβητική οικογένεια αποχαιρέτησε ένα από τα πιο αγαπητά της μέλη, τη Ρούλα Λάγιου. Η είδηση έκανε το γύρο των ΜΜΕ και σύσσωμη η κοινότητα του διαβήτη έδωσε το παρόν στην κηδεία για να αποδώσει το τελευταίο αντίο σε έναν άνθρωπο που αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων με διαβήτη.
Μητέρα δύο παιδιών, η Γλυκιά Ρούλα, ήταν ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του πρώην Συλλόγου Νέων Ελλήνων Διαβητικών Αθήνας, Γενική Σύμβουλος της ΕΣΑΜΕΑ, αλλά έπαιξε και ενεργό ρόλο στην ίδρυση της ΠΟΣΑΣΣΔΙΑ. Η παρακαταθήκη που αφήνει σε όσους επιλέξουν να ακολουθήσουν στα βήματά της είναι μεγάλη.
Για τη ζωή της με το διαβήτη, την ακτιβιστική της δράση και την καθημερινότητά της στην οικογένεια, μας μίλησε ο γιος της, Βασίλης Λάγιος, που διαγνώστηκε και ο ίδιος με διαβήτη τύπου 1 σε ηλικία 28 ετών.
Από τότε που θυμάται τη ζωή του, θυμάται τη μητέρα του να πάσχει από διαβήτη. Ήταν γι’ αυτόν κάτι το φυσιολογικό, κάτι το οποίο ήταν μέρος της ζωής του. Όλοι στην οικογένεια γνώριζαν ότι η μαμά έπασχε από διαβήτη και ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να της συνέβαινε κάτι. Ο Βασίλης θυμάται πολλές περιπτώσεις που η μητέρα του χρειάστηκε βοήθεια, είτε φορές που ο ίδιος και η αδερφή του δεν πήγαν σχολείο γιατί η μητέρα τους ήταν σε κώμα, αλλά και περιπτώσεις μέσα στη νύχτα που ο πατέρας τους αντιλαμβανόταν ότι η γυναίκα του είχε υπογλυκαιμία και φώναζε τα παιδιά για να βοηθήσουν.
“Έχει τύχει ο πατέρας μου μέσα στο βράδυ να ρωτάει τη μητέρα μου αν είναι καλά και αυτή να μη μιλάει, και τότε ξυπνάγαμε μες στη νύχτα να φέρουμε πράγματα για να τη συνεφέρουμε. Μετά πάλι για ύπνο και η ζωή συνεχίζεται.”
Παρ’ ότι η συμβίωση της οικογένειας με το διαβήτη ήταν δύσκολη, ο Βασίλης δεν είδε ποτέ την ασθένεια σαν “τέρας” αλλά σαν κάτι το φυσιολογικό, μέρος της καθημερινής ρουτίνας.
Η μητέρα του έπασχε από διαβήτη από τα 17 της χρόνια, και αγκάλιαζε με θέρμη τις νέες τεχνολογίες, δοκιμάζοντας οτιδήποτε καινούριο έβγαινε στην αγορά. Στη συνέχεια έψαχνε πως θα μπορούσαν αυτές οι τεχνολογίες να συνταγογραφηθούν ώστε να είναι προσβάσιμες σε όλα τα άτομα με διαβήτη.
Η Ρούλα Λάγιου έδωσε μεγάλο αγώνα για την διευκόλυνση των συνανθρώπων της που έπασχαν από διαβήτη. Μάλιστα, ξεκίνησε τη δράση της σε μια εποχή που ο διαβήτης ήταν ακόμη θέμα ταμπού, κάτι που τον έκρυβες κάτω από το μαξιλάρι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αντιμετώπισή της από τους συγχωριανούς του συζύγου της, οι οποίοι όταν την είδαν να κάνει στον εαυτό της ένεση ινσουλίνης “πάθανε πολιτισμικό σοκ”. Ωστόσο, πολλοί από αυτούς έπασχαν οι ίδιοι από διαβήτη, και παρά την αρχική τους αντίδραση, η Ρούλα τους βοήθησε, με αποτέλεσμα να την αποδεχθούν και στην συνέχεια να την αποζητούν.
Αυτό το πηγαίο ενδιαφέρον για το συνάνθρωπό της, ήταν που έφερε τη Ρούλα Λάγιου στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το διαβήτη. Η προσπάθειά της να δώσει ορατότητα στην διαβητική κοινότητα, και η ακατάπαυστη θέλησή της να βοηθήσει τους ανθρώπους που έπασχαν από διαβήτη, την οδήγησαν να δημιουργήσει το Σύλλογο Διαβητικών, κάτι που θα αποτελούσε μεγάλο κομμάτι της ζωής της.
“Η μάνα μου πάντα ήταν ανήσυχο – ήσυχο πνεύμα. Είχε ένα δικό της κώδικα ηθικής. Προσπαθούσε να βοηθάει χωρίς να ενοχλεί κανέναν παρά μόνο όταν χρειαζόταν για καλό του συνόλου. Σαν άνθρωπος ήταν εξωστρεφής και εσωστρεφής ταυτόχρονα. Για τους άλλους να κάνουμε αυτό που πρέπει, αλλά πάντα κράταγε τα αρνητικά και τα προβλήματα μέσα της. Δε βοηθούσε τον εαυτό της όσον αφορά τη στενοχώρια και το άγχος. Αγχωνότανε γιατί η Μαρία έχει 300 ζάχαρο τις τελευταίες 10 μέρες.”
Χαρά της ήταν βλέπει τη συμμετοχή του κόσμου στον σύλλογο, και ακόμη και όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, κρατούσε το κεφάλι ψηλά και συνέχιζε.
“Τηλέφωνα ατελείωτες ώρες μες στο σπίτι. Ατελείωτες ώρες στον υπολογιστή να γράφει χαρτιά, περιοδικά, τηλέφωνα με τους γιατρούς, διαβητικούς, ανασφάλιστους αργότερα που ξεκίνησαν τα προβλήματα. Όποιος είχε πρόβλημα με διαβήτη η μάνα μου θα βοηθούσε.”
Ο σύλλογος ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής της, κάτι το οποίο είχε αποδεχθεί η οικογένειά της. Όπως λέει ο γιος της, η Ρούλα είχε καταφέρει να “παντρέψει” τη δράση της στο σύλλογο με την οικογενειακή της ζωή, προσπαθώντας να κρατά τα συναισθήματά της μακριά από τα παιδιά της για να μην τα επιβαρύνει.
“Τα της οικογένειας ήταν της οικογένειας, τα του συλλόγου ήταν του συλλόγου και του διαβήτη. Μπορεί να βλέπαμε ότι μπορεί να ήταν χαρούμενη, λυπημένη, ότι είχε νεύρα αλλά δεν έφερνε τα προβλήματα μέσα.”
Από τη διαβητική κοινότητα είχε αναπτύξει φιλίες ζωής με σημαντικότερη αυτή της Κατερίνας Κουλουρίδου, την οποία ο Βασίλης έβλεπε ως δεύτερη μάνα, και αυτή του Νίκου Φιλίππου, με τον οποίο είχαν ιδιαίτερο δέσιμο. Ο θάνατος της Κουλουρίδου ήταν κάτι που την στιγμάτισε και από το οποίο δυσκολεύτηκε να συνέλθει.
Άλλο μεγάλο πλήγμα για τη Ρούλα ήταν όταν ο γιος της διαγνώστηκε ο ίδιος με διαβήτη. Όταν έγινε εισαγωγή του σε κλινική, η μητέρα του ήταν συνέχεια κοντά του, μίλησε με τους γιατρούς και όταν βγήκε τον βοήθησε να μάθει να ρυθμίζει το σάκχαρό του.
Ωστόσο, ακόμη και τότε, “θα πεταγόταν να πάει για δυο ώρες στο σύλλογο και θα μίλαγε στο τηλέφωνο με όποιον χρειαζόταν βοήθεια.”
Η μάχη της με τον καρκίνο ξεκίνησε όταν αισθάνθηκε πόνους και έκανε ακτινογραφία θώρακος στην οποία υπήρχε ένα εύρημα στον πνεύμονα. Παρότι οι πρόσφατες αιματολογικές της εξετάσεις είχαν βγει καλές, η ίδια έψαξε τι μπορεί να συμβαίνει και λίγο αργότερα διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα στο τέταρτο στάδιο. Ενώ η ίδια δεν ήθελε να μπει στη διαδικασία της χημειοθεραπείας, ωστόσο πείστηκε να ξεκινήσει προκειμένου να ανακουφίσει την οικογένειά της που αγωνιούσε.
Την μάχη έχασε στις 20 Νοεμβρίου, προδομένη από την καρδιά της.
Η Ρούλα Λάγιου αφήνει μακριά παρακαταθήκη, στην οποία ο γιος της Βασίλης σκοπεύει να βάλει το λιθαράκι του μόλις συνέλθει από την μεγάλη απώλεια. Ο ίδιος λέει:
“Θα προσπαθήσω από τη δικιά μου τη μεριά να συνεχίσω το έργο της, για τη μάνα μου και για τους υπόλοιπους. Γιατί είναι κάτι συλλογικό δεν είναι κάτι της πάρτης μας. Δεν θα μπορέσω να φτάσω το έργο της και ούτε δεν σκοπεύω να οικειοποιηθώ ή να χρησιμοποιήσω το όνομά της, μονάχα θα δώσω ό,τι μπορώ από τη δικιά μου μεριά.”
Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά το ρητό ότι “όλοι οι καλοί φεύγουν νωρίς” είτε γιατί κουράστηκαν, είτε γιατί έδωσαν ό,τι είχαν για να πετύχουν αυτό που ήθελαν, χωρίς να κρατήσουν κάτι για τους ίδιους. Όμως, η Ρούλα Λάγιου μένει ζωντανή στη μνήμη των παιδιών της που δεν θα την άλλαζαν με τίποτα.
“Τι θα ήθελες τώρα να της πεις αν σε άκουγε; Ότι την ευχαριστώ για όλα. Αν αύριο το πρωί ξαναγεννιόμουνα, δεν θα ήθελα να έχω άλλη μητέρα.”

Total
0
Shares
Σχετικά άρθρα