Επιτακτική κρίνεται από τους ειδικούς όχι μόνο η ρύθμιση του σακχάρου αλλά και των λοιπών μεταβολικών προβλημάτων που μπορεί να έχει ένας ασθενής…
Μία δεκαετία: αυτό είναι το χρονικό περιθώριο που έχει ένας ασθενής με αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μέχρις ότου γίνουν εμφανείς στην καρδιά και στον εγκέφαλό του οι συνέπειες της ελλιπούς ρύθμισής του.
Αν όμως εκτός από αυξημένο «ζάχαρο», όπως κοινώς αποκαλείται, έχει και αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ή πίεσης ή καπνίζει, το χρονικό περιθώριο στενεύει δραματικά, ενώ αν τα έχει όλα μαζί, τότε πολύ απλά φλερτάρει με το έμφραγμα ή το εγκεφαλικό από τον πρώτο κιόλας χρόνο από τη διάγνωση.
Τα επιδημιολογικά δεδομένα είναι συντριπτικά. Η πλειονότητα των ανθρώπων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ο οποίος κατ’ εξοχήν σχετίζεται με την παχυσαρκία και τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής, έχουν ταυτοχρόνως και κάποιο άλλο μεταβολικό πρόβλημα που υπονομεύει την καρδιαγγειακή υγεία τους.
Έτσι, 70%-80% έχουν ταυτοχρόνως υπέρταση, 60%-70% έχουν δυσλιπιδαιμία (αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ή/και τριγλυκεριδίων), ενώ 50% έχουν ήδη εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο.
Και μη φανταστεί κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μεσήλικοι ή ηλικιωμένοι. Ακόμα και μεταξύ των 30άρηδων ή 35άρηδων ασθενών, ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν ταυτοχρόνως και έναν ή περισσότερους άλλους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.
«Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σχεδόν δεν υπάρχει διαβητικός 35άρης δίχως άλλον παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου» λέει ο Ανδρέας Μελιδώνης, συντονιστής διευθυντής της Α’ Παθολογικής Κλινικής και του Διαβητολογικού Κέντρου στο Τζάνειο Νοσοκομείο του Πειραιά. «Ο κανόνας είναι πως θα είναι τουλάχιστον παχύσαρκος και θα έχει υπέρταση».
Ζήτημα ζωής και θανάτου
Ο συνδυασμός αυτός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος, διότι μελέτες δείχνουν πως υπερδιπλασιάζει τον κίνδυνο για πρόωρο έμφραγμα ή εγκεφαλικό.
«Οταν ένας άνθρωπος μαθαίνει ότι έχει διαβήτη, αυτό που μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο αν θα πάθει ένα σοβαρό καρδιαγγειακό επεισόδιο ή όχι είναι το αν θα διακόψει το κάπνισμα και αν θα ρυθμίσει την πίεση και τη χοληστερόλη του» λέει ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας Δημήτριος Ρίχτερ, διευθυντής της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής της Ευρωκλινικής Αθηνών.
«Ο συνδυασμός όλων αυτών είναι ολέθριος, είναι ένα ραντεβού με τον θάνατο. Μελέτες έχουν δείξει πως όταν όλα αυτά συνυπάρχουν και παραμένουν αρρύθμιστα, μέσα στην πρώτη δεκαετία οι πιθανότητες να συμβεί ένα σοβαρό έμφραγμα ή εγκεφαλικό μπορεί και να υπερβαίνουν το 50%, ανάλογα και με την ηλικία».
«Τα άτομα με διαβήτη διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο καρδιοπάθειας με τους υγιείς που είναι 15 χρόνια μεγαλύτεροί τους» συνηγορεί ο κ. Μελιδώνης. «Το σοβαρότερο όμως είναι πως όταν εκτός από διαβήτη έχουν και άλλα μεταβολικά προβλήματα, αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος θανάτου».
Οπως εξηγεί ο κ. Μελιδώνης, το περιττό σάκχαρο φθείρει τα αιμοφόρα αγγεία, ενώ μαζί με τους λοιπούς μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου επιταχύνει την εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης, δηλαδή της επικάθησης λιπωδών ιζημάτων στο εσωτερικό τοίχωμα των αγγείων που τα κάνει δύσκαμπτα και τους προκαλεί στένωση.
Τα πρώτα που πλήττονται από το αυξημένο σάκχαρο είναι τα μικρά αγγεία, γι’ αυτό και κατά τα πρώτα χρόνια του διαβήτη εκδηλώνονται συχνότερα προβλήματα στα μάτια, στα νεύρα και στους νεφρούς. Αργότερα εκδηλώνονται βλάβες και στα μεγάλα αγγεία της καρδιάς και του εγκεφάλου.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο καθίσταται επιτακτική όχι μόνο η ρύθμιση του σακχάρου, αλλά όλων των μεταβολικών προβλημάτων που έχει κάθε ασθενής. Δυστυχώς, όμως, αυτό σπανίως γίνεται.
Ρυθμίζεται μόνο ο ένας στους δέκα
Στην πραγματικότητα, ταυτόχρονη ρύθμιση του σακχάρου, της δυσλιπιδαιμίας και της υπέρτασης από τα άτομα με διαβήτη στη χώρα μας βρίσκεται σε αποθαρρυντικά χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τα υπάρχοντα επιδημιολογικά δεδομένα.
Μελέτη που διεξήχθη στα διαβητολογικά κέντρα των νοσοκομείων«Τζάνειο», «Λαϊκό» και Γενικό Κρατικό Πειραιά, έδειξε πως μόλις το 12,5% των ασθενών κατορθώνουν να θέσουν ταυτοχρόνως υπό έλεγχο το σάκχαρο, την πίεση, την χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδιά τους.
Το μόνο που επιτυγχάνουν σχεδόν όλοι οι ασθενείς (το 94%) είναι να ρυθμίζουν τα τριγλυκερίδιά τους. Όλοι οι άλλοι, κατορθώνουν να ελέγξουν μερικούς από τους παράγοντες.
«Το σχεδόν 88% των Ελλήνων με διαβήτη υστερεί στην πολυπαραγοντική ρύθμιση, που είναι το ασφαλές διαβατήριο για προστασία της καρδιάς», λέει ο κ. Μελιδώνης. «Ακόμα και η ρύθμιση του σακχάρου βρίσκεται χαμηλά, καθώς επιτυγχάνεται από το μόλις 54% των ασθενών».
Τα οφέλη της καλής ρύθμισης
Ο κ. Μελιδώνης και ο κ. Ρίχτερ παρουσίασαν σε ειδική επιστημονική εκδήλωση τους κινδύνους από το «εκρηκτικό μίγμα» του σακχαρώδους διαβήτη με τα άλλα μεταβολικά προβλήματα, αλλά και τα οφέλη που αποκομίζουν όσοι ασθενείς κατορθώνουν να τα θέσουν υπό έλεγχο.
Όπως είπαν στο πλαίσιο της «CardioMetabolic Summit» που διεξήχθη το περασμένο Σαββατοκύριακο στην Αθήνα, μεγάλη μελέτη στην Αγγλία έδειξε ότι η μείωση με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή της αρτηριακής πίεσης κατά 15 mmHg (ή κατά 1,5 μονάδα, όπως θα έλεγαν οι ασθενείς) μπορεί να μειώσει κατά 32% τους θανάτους από διαβήτη και κατά 44% τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Άλλες μελέτες έδειξαν πως η ρύθμιση της χοληστερόλης με στατίνες μπορεί να μειώσει κατά 42% τον κίνδυνο στεφανιαίου επεισοδίου, ενώ όταν επιτυγχάνεται αυστηρή ρύθμιση του σακχάρου θα μειωθεί μέσα στην πρώτη επταετία από τη διάγνωση έως 69% ο κίνδυνος επιπλοκών στα μάτια, έως 70% ο κίνδυνος νεφροπάθειας και έως 65% ο κίνδυνος νευροπάθειας.
Η αυστηρή ρύθμιση, που σημαίνει να μειωθεί η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) από 9% σε 7%, μειώνει επίσης κατά 57% τον κίνδυνο καρδιοπάθειας μέσα στα πρώτα 17 χρόνια από τη διάγνωση.
Οι στόχοι
Εξαιτίας των σοβαρών κινδύνων που απειλούν τους ασθενείς, διεθνείς ιατρικοί οργανισμοί όπως η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA) και η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Καρδιολογίας (ESC) έχουν ορίσει τις εξής τιμές-στόχους για τα άτομα με διαβήτη:
– Για την αρτηριακή πίεση: Κάτω από 140/85 mmHg(ή «κάτω από 8,5 η μικρή πίεση και κάτω από 14 η μεγάλη», όπως θα έλεγαν οι Έλληνες ασθενείς)
– Για την κακή (LDL) χοληστερόλη: Κάτω από 100 mg/dl εάν δεν έχουν άλλους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, ειδάλλως κάτω από 70 mg/dl
– Για την γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c): Κάτω από 7% γενικώς για τους διαβητικούς, αλλά κάτω από 6,5% για όσους πάσχουν λίγο καιρό από διαβήτη, είναι νέοι και δεν έχουν άλλους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.
Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει ότι θα ακολουθεί κανείς πιστά τις οδηγίες των γιατρών για την φαρμακευτική αγωγή αλλά και τον τρόπο ζωής, ο οποίος παρέχει επιπρόσθετα οφέλη, κατά τον κ. Ρίχτερ.
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως «όταν ένας ασθενής έχει αυξημένο σάκχαρο, πίεση και χοληστερίνη θα πρέπει να παίρνει τρία έως 10 χάπια την ημέρα και είναι τεκμηριωμένο πως όσο αυξάνεται ο αριθμός των ημερήσιων χαπιών, τόσο μειώνεται η συμμόρφωση των ασθενών», λέει. Και προσθέτει πως τον σκόπελο αυτό προσπαθούν να υπερβούν οι έτοιμοι συνδυασμοί φαρμάκων.
Πηγή: ygeia.tanea.gr