Οι επιβλαβείς επιπλοκές του διαβήτη στην όραση, τα νεφρά, το καρδιαγγειακό και το περιφερειακό νευρικό σύστημα είναι ευρέως γνωστές. Λιγότερη, όμως, προσοχή έχει δοθεί στην επίδραση που έχει ο διαβήτης στις γνωστικές λειτουργίες του εγκεφάλου.
Και οι δύο τύποι διαβήτη (1 και 2), έχουν σχετιστεί με μειωμένη απόδοση σε πολυάριθμα πεδία γνωστικών λειτουργιών. Η ακριβής παθοφυσιολογία των γνωστικών δυσλειτουργιών που προκύπτουν από τη νόσο του διαβήτη δεν είναι εντελώς κατανοητή, είναι όμως πιθανό η υπεργλυκαιμία, οι αγγειακές παθήσεις, η υπογλυκαιμία και η αντίσταση στην ινσουλίνη να παίζουν σημαντικό ρόλο. Οι μέθοδοι που μελετούν την επίδραση του διαβήτη στον εγκέφαλο εξελίσσονται με τα χρόνια και περιλαμβάνουν νευρογνωσιακά τεστ, ERP και μαγνητικές τομογραφίες. Παρόλο που έχουν γίνει αρκετές έρευνες που εξετάζουν την σχέση του διαβήτη με τις νοητικές λειτουργίες, πολλά είναι αυτά που μένει να κατανοήσουμε για τους μηχανισμούς και την φυσική ιστορία αυτών των επιπλοκών, ώστε να αναπτυχθούν στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας.
Πως λειτουργεί ο εγκέφαλος
Για να εξασφαλίσει ο εγκέφαλος την ενέργεια που χρειάζεται για την διατήρηση του πυκνού δικτύου νευρώνων από το οποίο αποτελείται, στηρίζεται στη συνεχή παροχή γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος. Όσο πιο απαιτητικές είναι οι νοητικές λειτουργίες στις οποίες επιδίδεται, τόσο περισσότερη γλυκόζη χρειάζεται. Όταν αυτή πέφτει σε χαμηλά επίπεδα, ο εγκέφαλος ανταγωνίζεται τα υπόλοιπα όργανα ως προς τη χρήση της. Όταν δηλαδή υπάρχει έλλειψη γλυκόζης, ο εγκέφαλος αφενός αντλεί όση έχει μείνει απευθείας από το αίμα και ταυτόχρονα περιορίζει την παροχή της στα υπόλοιπα όργανα. Είναι όμως ευαίσθητος στις απότομες μεταπτώσεις γλυκόζης και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζονται οι νοητικές του λειτουργίες. Μακροπρόθεσμα, οι βλάβες αυτές μπορεί να γίνουν μόνιμες.
Διαβήτης Τύπου 1
Η γνωστικές δυσλειτουργίες σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 πρωτοεμφανίστηκαν το 1922, όταν παρατηρήθηκε πως κάποιοι ασθενείς είχαν διαταραχές στη μνήμη και στην προσοχή. Έκτοτε έχουν γίνει πολλές έρευνες με στόχο να σκιαγραφήσουν την έκταση και το μέγεθος των γνωστικών επιπλοκών που προκύπτουν από τον διαβήτη. Οι πιο κοινές γνωστικές διαταραχές σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 είναι η μειωμένη ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών και η μειωμένη ψυχοκινητική απόδοση. Σε αυτές προστίθενται δυσκολίες που επηρεάζουν την ομιλία, τις εκτελεστικές λειτουργίες και τη γενική νοημοσύνη. Οι έρευνες δείχνουν πως μεγάλη σημασία στη γνωστική απόδοση των ασθενών με διαβήτη τύπου 1, φαίνεται να παίζει ο γλυκαιμικός έλεγχος: λειτουργίες όπως η ψυχοκινητική επάρκεια, η προσοχή, τα λεκτικά σκορ IQ, η μνήμη και η ακαδημαϊκή απόδοση παρατηρείται πως βελτιώνονται όταν υπάρχει γλυκαιμικός έλεγχος.
Ένας σημαντικός αριθμός επιπλοκών, όπως μείωση επίγνωσης και συγκέντρωσης, μειωμένη ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών, μειωμένη προσοχή, και μειωμένη λειτουργική μνήμη, παρατηρούνται κατά τη διάρκεια οξείας υπεργλυκαιμίας σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και 2. Όλα τα παραπάνω επιδεινώνονται όταν συνυπάρχουν άλλου τύπου επιπλοκές λόγω διαβήτη.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε το Μάιο του 2015 από το University of Pittsburgh Graduate School of Public Health, υπάρχουν ενδείξεις πως ο εγκέφαλος των ανθρώπων με διαβήτη τύπου 1 γερνάει ταχύτερα. Τα ευρήματα προτρέπουν τους ειδικούς να ελέγχουν τους μεσήλικους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 για τυχόν νοητικές δυσκολίες.
Διαβήτης Τύπου 2
Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 έχει επίσης παρατηρηθεί πως εμφανίζουν γνωστικές δυσλειτουργίες. Ο διαβήτης τύπου 2 έχει βρεθεί πως σχετίζεται με μειωμένη ψυχοκινητική ταχύτητα και επηρεάζει αρνητικά την λεκτική μνήμη, την ταχύτητας επεξεργασίας πληροφοριών, την άμεση ανάκληση πληροφοριών, την λεκτική ευχέρεια, την οπτική μνήμη και την προσοχή. Ο βαθμός της επίδρασης αυτών των γνωστικών επιπλοκών στους ασθενείς δεν είναι ξεκάθαρος, έχει παρατηρηθεί όμως πως τους επηρεάζει στην ικανότητα αυτοδιαχείρισης της νόσου τους. Άλλες γνωστικές διαταραχές που συνυπάρχουν είναι η μειωμένη ταχύτητα στο περπάτημα, η έλλειψη ισορροπίας και οι αυξημένες πτώσεις. Οι ασθενείς διαβήτη τύπου 2 έχουν επίσης αυξημένες πιθανότητες για εμφάνιση της νόσου Αλτσχάιμερ και άνοιας. Ο γλυκαιμικός έλεγχος φαίνεται να παίζει και εδώ σημαντικό ρόλο παρόλο που παρατηρείται πως δεν επηρεάζει όλους τους ασθενείς με τον ίδιο τρόπο.
Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Αλτσχάιμερ και διαβήτη
Οι ασθενείς με διαβήτη αναπτύσσουν συχνά αμυλοειδείς πλάκες στο εγκέφαλο, κάτι που είναι χαρακτηριστικό της νόσου Αλτσχάιμερ. Η ύπαρξη αμυλοειδών πλακών στον εγκέφαλο ανθρώπων με διαβήτη μας επισημαίνει τη σύνδεση μεταξύ της παθοφυσιολογίας της νόσου Αλτσχάιμερ και της νόσου του διαβήτη. Σε ασθενείς με αντίσταση στην ινσουλίνη, η ποσότητα της ινσουλίνης που μπαίνει στον εγκέφαλο είναι μεγάλη. Η ινσουλίνη και το β-αμυλοειδές μεταβολίζονται και τα δύο από το αποικοδομητικό ένζυμο της ινσουλίνης (IDE). Καθώς το ένζυμο στοχεύει κυρίως στην ινσουλίνη, η υπεραφθονία της στον εγκέφαλο μπλοκάρει τον καθαρισμό από το β-αμυλοειδές και έτσι ως αποτέλεσμα έχουμε τον σχηματισμό αμυλοειδών πλακών. Με άλλα λόγια, ο διαβήτης φαίνεται να επιταχύνει την διαδικασία γήρανσης του εγκεφάλου με το να αυξάνει την ατροφία και να μειώνει τις νοητικές λειτουργίες.
Σε γενικές γραμμές, οι νευρογνωσιακές επιδράσεις του διαβήτη είναι πιο ευδιάκριτες στα παιδιά και στους ηλικιωμένους. Σε ανθρώπους με διαβήτη τύπου 1, οι αλλαγές παρατηρούνται στα πρώτα 5-7 χρόνια ζωής, όταν δηλαδή αναπτύσσεται ο εγκέφαλος. Οι ενήλικες άνω των 65, όπου ο εγκέφαλος υπόκειται ούτως ή άλλως σε νευροεκφυλιστικές αλλαγές, είναι επίσης ευάλωτοι στις νευρογνωσιακές επιδράσεις του διαβήτη. Αυτές οι νευροεκφυλιστικές αλλαγές περιλαμβάνουν γενική ατροφία του εγκεφάλου, με μεγαλύτερες βλάβες από αυτές που παρατηρούνται σε ανθρώπους που δεν πάσχουν από τη νόσο. Επίσης, οι μαγνητικές τομογραφίες σε ασθενείς με διαβήτη, συχνά δείχνουν ατροφική αμυγδαλή.
Συμπεραίνουμε πως η υπεργλυκαιμία, η υπερινσουλιναιμία, όπως και η υπογλυκαιμία συνδέονται με την σταδιακή εξασθένηση των γνωστικών λειτουργιών του εγκεφάλου. Έτσι, ο έλεγχος του σακχάρου περιορίζει κατά πολύ τις επιπλοκές αυτές. Οι έρευνες συνεχίζονται και στο –όχι πολύ μακρινό- μέλλον είναι πιθανό να υπάρξουν νέες τεχνικές ελέγχου και νέες θεραπείες. Παρόλα αυτά, στην παρούσα φάση, η βελτίωση του τρόπου ζωής που σχετίζεται με τη σωστή διατροφή, την άσκηση, το κάπνισμα και το στρες μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση του διαβήτη και των επιπλοκών του και να αποτρέψουν, κατά πάσα πιθανότητα, την μελλοντική εμφάνιση επιπλοκών που συνδέονται με τον εγκέφαλο.
GlykouliGr
Πηγές:
http://www.ncbi.nlm.nih.gov/
http://onlinelibrary.wiley.com/
http://www.chronicle.pitt.edu/
http://www.eufic.org/
http://brainblogger.com/