Δυνατότητα βελτίωσης του επιπέδου σωματικής δραστηριότητας προσφέρει η βαριατρική χειρουργική στους παχύσαρκους και υπέρβαρους ανθρώπους, οι οποίοι κινούνται περισσότερο, με μεγαλύτερη ευκολία και άνεση μετά την υποβολή τους σε αυτήν.
Η μείωση της χωρητικότητας του στομάχου που πραγματοποιείται μέσω των βαριατρικών επεμβάσεων προκειμένου να χαθεί το περιττό βάρος, προσφέρει στους ασθενείς μεγαλύτερη αντοχή κατά το πρώτο έτος μετά την επέμβαση, με αποτέλεσμα να μπορούν να περπατήσουν για περισσότερη ώρα, μεγαλύτερες αποστάσεις, όπως κατέδειξε πρόσφατη βρετανική μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Obesity Reviews.
«Η βαριατρική χειρουργική αποτελεί την ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση για την απώλεια βάρους σε παχύσαρκους ή νοσηρά παχύσαρκους (Δείκτη Μάζας Σώματος >35) ασθενείς, καθώς οι συντηρητικές μέθοδοι που περιλαμβάνουν δίαιτα και άσκηση δεν αποδίδουν σε ικανοποιητικό βαθμό, σε σημείο δηλαδή που να απαλλάσσουν τους ασθενείς από τα συνοδά της παχυσαρκίας νοσήματα, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης. Ιδιαίτερα για τους διαβητικούς, αυτού του είδους οι χειρουργικές επεμβάσεις συστήνονται ακόμα και σε υπέρβαρους ασθενείς, δηλαδή όσους έχουν Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) <30, καθώς, όπως έχει αποδειχθεί, η βαριατρική χειρουργική είναι αποτελεσματική στη σημαντική και γρήγορη μείωση του υπερβολικού σωματικού λίπους, γεγονός που μπορεί να βελτιώσει ή να εξαλείψει την ύπουλη αυτή πάθηση», σημειώνει ο γενικός χειρουργός και ειδικός σε θέματα παχυσαρκίας Δρ. Γιώργος Σπηλιόπουλος (www.drspiliopoulos.gr).
Για τις ανάγκες της χρηματοδοτούμενης μελέτης από το National Institute for Health Research (Leicester-Loughborough Diet, Lifestyle and Physical Activity Biomedical Research Unit), επιστήμονες ερεύνησαν τον αντίκτυπο που έχει η χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους στη σωματική δραστηριότητα και λειτουργία τόσο πριν όσο και μετά την επέμβαση, εξετάζοντας 50 δημοσιευμένες μελέτες.
Η καθηγήτρια Melanie Davies CBE, η οποία είναι Διευθύντρια του ερευνητικού κέντρου, καθώς και καθηγήτρια Ιατρικής του Διαβήτη στο Πανεπιστήμιο του Leicester, δήλωσε ότι η ομάδα βρήκε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αντικειμενική και αυτοαναφερόμενη φυσική δραστηριότητα βελτιώθηκε μέσα σε 12 μήνες από τη χειρουργική επέμβαση. Αν και οι ασθενείς περπατούσαν μεγαλύτερες αποστάσεις, η ένταση της προσπάθειας ήταν χαμηλότερη αμέσως μετά την επέμβαση.
Όπως ανέφερε η καθηγήτρια Melanie Davies, «η μείωση της αντικειμενικά μετρημένης μέτριας έως έντονης δραστηριότητας και η αύξηση του αριθμού των βημάτων στον 3ο έως 6ο μήνα έδειξε (ότι υπήρξε) μια στροφή προς ένα μεγαλύτερο ποσοστό σωματικής δραστηριότητας χαμηλότερης έντασης, κατά τους πρώτους έξι μήνες μετά την επέμβαση. Το περπάτημα, η μυοσκελετική και αυτοαναφερόμενη φυσική λειτουργία βελτιώθηκαν έως το 12ο μήνα».
Ωστόσο, περαιτέρω μελέτες θα δώσουν τη δυνατότητα στους ερευνητές να κατανοήσουν καλύτερα τις επιδράσεις της φυσικής δραστηριότητας στη μετεγχειρητική έκβαση. Σύμφωνα με την ετέρα ερευνήτρια Dr Louisa Herring, παρόλο που η φυσική δραστηριότητα μετά από τη βαριατρική χειρουργική σχετίστηκε με μεγαλύτερη απώλεια βάρους, «υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά που αφορά στη φυσική δραστηριότητα των ασθενών.
Περισσότερες μελέτες που να αξιολογούν τη σωματική δραστηριότητα, τη φυσική λειτουργία και την απώλεια βάρους θα βοηθήσουν στην κατανόηση του ρόλου της φυσικής δραστηριότητας στη βελτιστοποίηση του μετεγχειρητικού βάρους και των λειτουργικών αποτελεσμάτων».
Συμπληρώνοντας τη σκέψη αυτή ο Δρ. Σπηλιόπουλος αναφέρει ότι «η ένταξη της άσκησης στην καθημερινότητα του ασθενή είναι βέβαιο ότι βοηθά στην απώλεια του πλεονάζοντος βάρους. Το είδος όμως της άσκησης δεν είναι γνωστό εάν και κατά πόσο επισπεύδει το αδυνάτισμα μετά την υποβολή του ασθενή σε βαριατρική επέμβαση, καθώς δεν υπάρχουν επαρκείς μελέτες. Η διενέργεια μεγαλύτερων μελετών στο μέλλον θα μπορούσαν να μας δείξουν τον δρόμο για ακόμα πιο βελτιωμένα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, τα οποία θα αφορούν όχι μόνο στο αδυνάτισμα αλλά και στη αύξηση της αντοχής και της ελαστικότητας του σώματος, το οποίο θα είχε σαν αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών».
Πηγή: http://www.newmoney.gr/