Η διαμάχη Ομοιοπαθητικής και συμβατικής Ιατρικής, από τον Δρ. Νίκο Τσάμη

Ο Δρ Νίκος Τσάμης, Γενικός Ιατρός και Συστημικός Ψυχοθεραπευτής, γράφει μία πρώτη προσέγγιση σχετικά με την διαμάχη της Ομοιοπαθητικής και της συμβατικής Ιατρικής κάτω από το πρίσμα της Αγγλοσαξωνικής Επιστημολογίας και της θεωρίας των Συστημάτων (πρώτη δημοσίευση εδώ).

 
Μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η συγκεκριμένη διαμάχη κρατάει περίπου δύο αιώνες από την εποχή της δημοσίευσης του «Οργανου» της θεραπευτικής τέχνης από τον SamuelHahnemann, επανερχόμενη κατά καιρούς με άλλοτε άλλη σφοδρότητα. Ισως δεν υπάρχει στην Ιστορία της Επιστήμης τόσο μακροχρόνια διαμάχη, με τέτοια έλλειψη σημείων επαφής και επικοινωνίας μεταξύ των υπερασπιστών των δύο πλευρών.
Η συμβατική-κλασσική Ιατρική έχει υιοθετήσει το καρτεσιανό-αναλυτικό μοντέλο στη θεώρηση των φαινομένων της αρρώστιας ταξινομώντας παρεκκλίνουσες από το φυσιολογικό κλινικές οντότητες, χρησιμοποιώντας μια ευρεία γκάμα από συμπτώματα, σημεία και ενοχλήματα τα οποία παραπέμπουν σε παθολογοανατομικές βλάβες είτε σε λειτουργικές διαταραχές. Προκύπτει έτσι η Νοσολογία στα πλαίσια της οποίας η θεραπεία επιδιώκεται «αιτιολογική» με γραμμικό τρόπο όπου η άρση του αιτιολογικού παράγοντα της νόσου οδηγεί σε θεραπεία.
Αυτό βέβαια είναι δυνατό στο χώρο της Χειρουργικής με την «επισκευή»των ανατομικών στοιχείων, στο χώρο των λοιμωδών νόσων με την «εξόντωση» του υπεύθυνου μικροοργανισμού και στις λεγόμενες θεραπείες υποκατάστασης(πχ ορμόνες θυρεοειδούς σε υποθυρεοειδισμό, τεχνητός νεφρός σε νεφρική ανεπάρκεια, ινσουλίνη στον διαβήτη κλπ). Τα προβλήματα της μηχανιστικής-αναλυτικής προσέγγισης υπάρχουν κυρίως στο μεγάλο κομμάτι της Εσωτερικής Παθολογίας όπου τα αίτια των νόσων χαρακτηρίζονται «πολυπαραγοντικά» και συνεπώς η θεραπεία είναι ατελής, εμπειρική και σε ασυμφωνία με το μοντέλο που υιοθετείται.
Η Ομοιοπαθητική στην ουσία είναι ένα θεραπευτικό σύστημα κατά το οποίο εφαρμόζεται ο νόμος των Ομοίων που διέπει τη θεραπεία. Ο νόμος των ομοίων ορίζει ότι για να θεραπευθεί κάποιος από ένα σύνολο συμπτωμάτων που αφορούν το φυσικό σώμα και την ψυχοδιανοητική σφαίρα πρέπει να του χορηγηθεί εκείνη η φυσική ουσία την οποία εάν λάβει ένας υγιής θα αναπτύξει συμπτωματολογία παρόμοια με τον υπό θεραπεία ασθενή. Είναι σαφές ότι το πεδίο της ομοιοπαθητικής δεν αφορά την Χειρουργική και τις θεραπείες υποκατάστασης. Αντίθετα αφορά όλο το χώρο της Εσωτερικής Παθολογίας στον οποίο οι βλάβες χαρακτηρίζονται αναστρέψιμες. Ακόμη, την Ομοιοπαθητική δεν την ενδιαφέρει η αιτία της νόσου, ούτε καν η ταυτοποίησή της προκειμένου να επιλεγεί το κατάλληλο φάρμακο για τη θεραπεία. Στην ομοιοπαθητική δεν υπάρχει Νοσολογία αλλά Φαρμακολογία σαν βασικό σύγγραμμα.

Στην περίπτωση της κλασσικής ιατρικής δεν υπάρχει διατυπωμένος κάποιος ντετερμινιστικός νόμος που να διέπει τη θεραπεία όπως υπάρχει στην Ομοιοπαθητική. Αντίθετα, υπάρχουν στοχαστικοί-πιθανολογικοί νόμοι οι οποίοι περιγράφουν συσχετίσεις ανάμεσα σε «παράγοντες κινδύνου»(μια κομψή έκφραση που παρακάμπτει το ζήτημα της αιτιότητας) και νόσους αλλά και συσχετίσεις εκβάσεων με συγκεκριμένες προληπτικές ή θεραπευτικές παρεμβάσεις.  Η ιδιομορφία των πιθανολογικών νόμων όπως αυτοί εξάγονται από τα βιολογικά φαινόμενα στην υγεία και την αρρώστια βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτά αποτελούν εκδηλώσεις συστημάτων σε αλληλεπίδραση με το ευρύτερο περιβάλλον και συνεπώς αποτυπώνουν στατικά καταστάσεις που είναι δυναμικές. Αυτή η αντίφαση είναι υπεύθυνη για το επιδημιολογικό αδιέξοδο όπου πολύ συχνά καλά σχεδιασμένες έρευνες βγάζουν αντικρουόμενα συμπεράσματα.
Επίσης, στη περίπτωση της κλασσικής ιατρικής οι έρευνες σχεδιάζονται προκειμένου να επαληθευτεί μια υπόθεση κατά τη μέθοδο του Λογικού Θετικισμού (ένα επιστημολογικό ρεύμα που γεννήθηκε στη Βιέννη το μεσοπόλεμο και που έχει πάψει να είναι κυρίαρχο τα τελευταία 50 χρόνια). Η κριτική του CarlPopperστον Λογικό Θετικισμό έγινε με το περίφημο παράδειγμα των κύκνων. Με δυό λόγια η αλήθεια της έκφρασης «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» δεν αποδεικνύεται με το να την επαληθεύουμε κάθε φορά που βλέπουμε έναν λευκό κύκνο διότι αρκεί η επιβεβαιωμένη ύπαρξη ενός μαύρου κύκνου για να καταπέσει η λογική της. Για τον Popper επιστημονικές είναι οι προτάσεις που είναι δυνατόν να ορισθούν συγχρόνως οι συνθήκες που θα τις διέψευδαν. Η επιδημιολογική έρευνα στην κλασσική ιατρική επιμένει στις επαληθεύσεις προτάσεων που αγνοώντας τη συστημικότητα των φαινομένων υπό εξέταση κάποια στιγμή αναπόφευκτα διαψεύδονται και καταρρέουν. Αυτό δε το γεγονός προβάλλεται σαν η ίδια η επιστημονικότητα της κλασσικής ιατρικής αφού «προσεγγίζει» αέναα την αλήθεια ενώ στην ουσία δεν προσεγγίζει καμία αλήθεια απλά συνεχώς διαψεύδει μη επιστημονικές (κατά Popper) προτάσεις.
Τα τελευταία χρόνια η κλασσική ιατρική προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα επιστημολογικά αδιέξοδα μέσω αναγωγής των νόσων σε διαταραχές του γονιδιώματος. Η θεωρία της Αναγωγής του E.Nagel πρεσβεύει ότι η πρόοδος στην επιστήμη έχει ένα σωρρευτικό χαρακτήρα κατά τον οποίο μία επιστημονική θεωρία ενσωματώνεται σε μια νέα της οποίας αποτελεί ειδική περίπτωση. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αναγωγή της κλασσικής θερμοδυναμικής στην κινητική θεωρία των αερίων. Βέβαια, και στην περίπτωση της αναγωγής της Ιατρικής στη Μοριακή Βιολογία αγνοείται το γεγονός ότι πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία, η εκδήλωση των νόσων προϋποθέτει εκτός του γενετικού παράγοντα και περιβαλλοντική συμμετοχή. Εξάλλου τα γενετικά χαρακτηριστικά τείνουν να συνδέονται με μεγάλο αριθμό θέσεων του γονιδιώματος καθιστώντας ουτοπική την προσπάθεια οριστικής «διόρθωσης» των ανεπιθύμητων νοσογόνων θέσεων. Ακόμη και στην περίπτωση της χρήσης βλαστοκυττάρων για την επινόηση ποικίλων θεραπειών στην ουσία πρόκειται για το ίδιο καρτεσιανό-μηχανιστικό μοντέλο που αγνοεί τη συστημική φύση των ζωντανών οργανισμών τα οποία λειτουργούν ως συστήματα στο εσωτερικό τους, με βρόχους ανάδρασης και κυκλική αιτιότητα, όντας πάλι ενταγμένα σε ευρύτερα ψυχοκοινωνικά συστήματα. Η όποια διαταραχή που μπορεί να προκύψει στην πραγματικότητα είναι μια συστημική απάντηση(output) στο σύνολο της ενέργειας και της πληροφορίας που το συγκεκριμένο βιοψυχοκοινωνικό σύστημα ανταλλάσει με το περιβάλλον. Η τέτοια συστημική απάντηση είναι ιδιαίτερη και αποτελείται από το σύνολο των σημείων και συμπτωμάτων από το φυσικό σώμα και την ψυχοδιανοητική σφαίρα που ενδιαφέρουν το ομοιοπαθητικό ιστορικό. Ο δε νόμος των Ομοίων ορίζει ότι υπάρχει ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο το οποίο ενισχύει αυτήν την απάντηση (εφόσον προκαλεί τα ίδια σε έναν υγιή). Αντίθετα, στην κλασσική ιατρική αυτή η απάντηση καταστέλεται με ισχυρά φάρμακα των οποίων οι περίφημες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι καινούργιες απαντήσεις του συστήματος στη βίαιη αυτή παρέμβαση.

Ένα άλλο σημείο τριβής για τις δύο προσεγγίσεις είναι ο περίφημος τρόπος δράσης των ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα φαίνεται ότι έχουν κλινικό θεραπευτικό αποτέλεσμα σε αραιώσεις ιλιγγιώδεις όπου δεν υπάρχει μόριο της αρχικής φαρμακευτικής ουσίας. Για την κλασσική ιατρική αυτό αρκεί για να αποδοθεί η δράση της στο φαινόμενο placebo. Ωστόσο αυτή η αντίρρηση αγνοεί το γεγονός της δράσης της σε βρέφη και ζώα. Κατά τους πρώτους οπαδούς της ομοιοπαθητικής η δράση του φαρμάκου οφείλεται στην ύπαρξη της λεγόμενης «ζωτικής δύναμης» (visvitalis). Oι οπαδοί του «βιταλισμού», ιδίως της Ιατρικής Σχολής του Monpelier κατά τον 18ο αιώνα, ήταν φανατικοί πολέμιοι της μηχανιστικής προσέγγισης αλλά κατηγορήθηκαν για μυστικισμό και μεταφυσική. Τα τελευταία χρόνια η βασική έρευνα έχει στρέψει την προσοχή της στα φυσικοχημικά φαινόμενα των υψηλών αραιώσεων αλλά πολύ απέχει από το να διατυπώσει μια συνεκτική θεωρία για την αναμφισβήτητη δράση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων.
Η διαμάχη της κλασσικής ιατρικής με την ομοιοπαθητική είναι στην ουσία η διαμάχη δύο Παραδειγμάτων κατά T.S.Kuhn. Με τον όρο αυτό δεν νοούνται απλά δυο διαφορετικές θεωρίες αλλά δύο οντολογικές θεωρήσεις που περιλαμβάνουν διαφορετική ερευνητική μεθοδολογία, άλλα αντικείμενα έρευνας, άλλο λεξιλόγιο σε τελευταία ανάλυση άλλη θέαση του κόσμου. Οι προσεγγίσεις είναι ασύμμετρες και το θεωρητικό λεξιλόγιο της μιάς δεν μπορεί να μεταφραστεί στο λεξιλόγιο της άλλης! Ολα αυτά βέβαια ερμηνεύουν τη δυσκολία επικοινωνίας ανάμεσα στους οπαδούς των δύο πλευρών.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αδυναμία της Κλασσικής Ιατρικής να αντιμετωπίσει τα χρόνια νοσήματα με τις παράλληλες επιτυχίες της Ομοιοπαθητικής σε κάποια από αυτά παρομοιάζεται με την κατά Kuhn «ιδιόρρυθμη επιστήμη»(extraordinary science) η οποία θα οδηγήσει σε κάποια επιστημονική επανάσταση. Για τον Kuhn η επιστήμη δεν έχει μια αδιατάρακτη, σωρρευτική, γραμμική πορεία προς την Αλήθεια αλλά είναι γεμάτη από ανατροπές, ασυνέχειες και αλλαγές κοσμοειδώλων. Αντίθετα, ο Imre Lakatos πολέμιος του Kuhn θα έκρινε το βιοιατρικό μοντέλο σαν προτιμότερο δεδομένου ότι παρουσιάζει μεγάλη πρόοδο και «ευρετική» δύναμη στα ερευνητικά του προγράμματα. Ωστόσο, εάν εστιάσουμε στο χώρο της θεραπείας και όχι στη βιολογία, τη φυσιολογία και τις βασικές επιστήμες θα δούμε ότι η συνάφεια της ομοιοπαθητικής με τη συστημική θεωρία την φέρνει πιο κοντά σε φυσικά μοντέλα πράγμα που εν μέρει εξηγεί και τη θεραπευτική της επιτυχία.
Κλείνοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως δεν θα έπρεπε να επιδιωχθεί η αντικατάσταση της μηχανιστικής κλασσικής ιατρικής από την ομοιοπαθητική αλλά η σύνθεσή τους σε ένα ενιαίο θεραπευτικό σύστημα το οποίο θα αναγνωρίζει αλήθεια και στη μηχανιστική προσέγγιση (χειρουργική-θεραπείες υποκατάστασης) αλλά και στη συστημική προσέγγιση όπως αυτή εφαρμόζεται στην ομοιοπαθητική. Εξ’ άλλου ο σύντροφος του Kuhn στην κριτική τους στο Λογικό Θετικισμό Paul Feyerabend είχε πεί το περίφημο: «Anything goes» (όλα επιτρέπονται)…..

Total
4
Shares
Σχετικά άρθρα