Δεν υπάρχει ερώτημα στη διαβητική κοινότητα που ανάβει τα αίματα πιο γρήγορα από το ερώτημα «Ποιος τύπος διαβήτη είναι χειρότερος;»
Αφήνοντας για λίγο στην άκρη τις διαφορές, το υψηλό σάκχαρο στο αίμα είναι εξίσου τοξικό για όλους. Γνωρίζουμε ότι μπορεί να είναι επιβλαβές για τα μάτια, τα νεφρά, τα νεύρα και λίγο πολύ για ολόκληρο τον οργανισμό. Και στους δύο τύπους αν κάποιος “κανονικοποιήσει” το σάκχαρό του, είναι σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένος από τα παραπάνω. Θεωρητικά λοιπόν, οι δύο τύποι διαβήτη έχουν κατά κάποιο τρόπο την ίδια βάση.
Παρόλα αυτά, οι δύο τύποι διαβήτη έχουν αρκετές διαφορές – ας δούμε ποιες είναι αυτές:
*Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια γενετική νόσος που συνδέεται με τα γονίδια. Υπάρχει βλάβη στα βήτα-κύτταρα που ως αποτέλεσμα έχει την μη-παραγωγή ινσουλίνης. Ο διαβήτης τύπου 2 από την άλλη έχει να κάνει περισσότερο με τον τρόπο ζωής – επηρεάζεται από την κακή διατροφή, την έλλειψη άσκησης και την αύξηση του βάρους.
*Ακριβώς επειδή ο διαβήτης τύπου 1 είναι γενετικός, δεν μπορεί να αποτραπεί. Στον διαβήτη τύπου 2 υπάρχουν συμπτώματα της νόσου τα οποία αν κάποιος τα διακρίνει νωρίς, μπορεί να τον αποτρέψει. Οι αλλαγές στη διατροφή και στον τρόπο ζωής είναι ο ευκολότερος τρόπος να περιορίσει κάποιος την εξέλιξη της νόσου, παρόλο που συχνά συνταγογραφούνται και φάρμακα.
*Επειδή ο διαβήτης τύπου 1 έχει να κάνει με τα γονίδια, συνήθως η νόσος εμφανίζεται σε μικρή ή νεαρή ηλικία. Από την άλλη ο διαβήτης τύπου 2 συχνά εμφανίζεται σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, ενήλικες στην συντριπτική τους πλειοψηφία, αν και τελευταία έχει παρατηρηθεί μια τάση εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2 σε νεότερες γενιές.
*Ο διαβήτης τύπου 1 εμφανίζεται ξαφνικά, σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου 2, όπου η νόσος εξελίσσεται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου.
*Παρόλο που δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό, οι άνθρωποι που νοσούν με τύπου 1 είναι συχνότερα μέσα στα κανονικά όρια βάρους σε σχέση με τους ανθρώπους που νοσούν με διαβήτη τύπου 2 που συχνά το βάρος τους είναι πάνω από τα φυσιολογικά όρια.
*Οι άνθρωποι που νοσούν με διαβήτη τύπου 1 κάνουν χρήση ινσουλίνης, συχνά ενέσιμης. Οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 συνήθως μπορούν να ελέγξουν τα συμπτώματα της νόσου με αλλαγές στην διατροφή, την άσκηση κλπ αλλά και αυτοί μελλοντικά ίσως χρειαστεί να κάνουν χρήση ινσουλίνης.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι ένα μεγάλο βάρος για τον ασθενή. Οι διαβητικοί τύπου 1 ξεκινούν ινσουλίνη με τη διάγνωση της νόσου και πρέπει να κάνουν χρήση της για το υπόλοιπο της ζωής τους, κάθε μέρα, με κάθε γεύμα. Η διαχείριση της νόσου χρειάζεται εκτενή εκπαίδευση: πώς θα προετοιμάσει κάποιος την ινσουλίνη και πώς θα κάνει την ένεση, τι, πώς και πότε θα φάει, πώς θα ελέγχει το σάκχαρο, τι θα κάνει αν ανέβει ψηλά ή πέσει πολύ χαμηλά. Δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη, η κετοαξίδωση και υπογλυκαιμία μπορούν να αποβούν μοιραίες.
Από την άλλη ο διαβήτης τύπου 2, ενώ έχει περισσότερες επιλογές θεραπείας, φαίνεται να συνοδεύεται από μεγάλη συννοσηρότητα: παχυσαρκία, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, κατάθλιψη και διάφορες φλεγμονές κάνουν κάπως πιο περίπλοκη την εικόνα της νόσου. Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία που αναφέρουν πως ο διαβήτης τύπου 2 ενδέχεται να είναι φλεγμονώδης νόσος και όχι απλά σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη όπως πιστεύαμε.
Οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με έρευνα του Diabetes UK, αναμένουν μια μείωση μιας δεκαετίας στο προσδόκιμο ζωής του, σε σχέση με τους ανθρώπους που έχουν φυσιολογικό σάκχαρο. Η ίδια έρευνα αναφέρει πως οι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 1 «παραδοσιακά» αναμένουν μια μείωση 20 ετών, αυτό όμως έχει αρχίσει να αλλάζει λόγω των βελτιώσεων που έχουν γίνει στη διαχείριση της νόσου (κυρίως με αλλαγές που έχουν να κάνουν με κυβερνητικές πολιτικές και ασφάλειες υγείας).
Γιατί όμως το κενό κλείνει για τους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 1, ενώ παραμένει το ίδιο για τους ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2; Ίσως έχει να κάνει με τους ειδικούς του συστήματος υγείας. Οι περισσότεροι τύπου 1 διαβητικοί στον ανεπτυγμένο κόσμο παρακολουθούνται από ειδικούς και συχνά έχουν πρόσβαση σε μια ολόκληρη ομάδα: ενδοκρινολόγοι, οφθαλμίατροι, διαιτολόγοι, εκπαιδευτές κ.α. Από την άλλη, οι τύπου 2 διαβητικοί έχουν συνήθως έναν γενικό ιατρό που παρακολουθεί την πορεία τους.
Μια πιο πρόσφατη έρευνα που προσπάθησε να ρίξει φως στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα μεταξύ ανθρώπων που νόσησαν με τύπου 1 και τύπου 2 διαβήτη σε νεαρή ηλικία καταλήγει σε μια πρόταση που προκαλεί ένα «επιστημονικό μούδιασμα»: «Ο νεανικός τύπου 2 διαβήτης έχει μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας σε σύγκριση με τον νεανικό διαβήτη τύπου 1, όταν και οι δύο έχουν εμφανιστεί στην ίδια ηλικία».
Το πού ζει κανείς, τέλος, έχει μεγάλη σημασία για την αντιμετώπιση των επιπλοκών, ανεξάρτητα από τον τύπο. Η χώρα που ζει και η κοινωνικοοικομική κατάσταση του ασθενή επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της νόσου.
Έχει σημασία λοιπόν να αναρωτηθούμε αν το ερώτημα «Ποιος τύπος διαβήτη είναι χειρότερος» είναι παραγωγικό, καθώς και οι δύο τύποι είναι δύσκολοι για τους ανθρώπους που νοσούν – ας μην ξεχνάμε και τις συναισθηματικές, ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις του να ζει κανείς με διαβήτη.
Ίσως λοιπόν η μοναδική απάντηση στο ερώτημά μας είναι η εξής: Ο χειρότερος τύπος διαβήτη είναι αυτός που έχεις. Όποιος κι αν είναι αυτός.
GlykouliGr
Πηγές:
http://www.diabeticcareservices.com
http://theydiffer.com
http://www.healthline.com
http://www.t1everydaymagic.com