Πως ένα βιβλίο με μια άλλη χρόνια νόσο με έκανε να σκεφτώ εμάς τους διαβητικούς!

Για εμένα οι διακοπές δεν νοούνται χωρίς ένα ωραίο βιβλίο. Μου είναι τόσο σημαντικό που φανταστείτε αν πετύχω ένα καλό βιβλίο που με συνεπαίρνει από τις πρώτες του σελίδες, τότε κατευθείαν το σταματάω και το φυλάω για τις διακοπές, αν αυτές πλησιάζουν!
Φέτος λοιπόν έπεσε στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του Παναγιώτη Ευαγγελίδη που τυχαίνει να είναι καλός μου φίλος και μερικοί παλαιοί εδώ μέσα τον γνωρίζεται και προσωπικά!
Αν και πολύ καλός φίλος, συγγραφέας, σκηνοθέτης και εξαίρετος σεναριογράφος (ίσως κάποιοι έχετε δει το «Στρέλλα» ή το «Ξενία» από τα πιο γνωστά σενάριά του), δεν είχε τύχει ποτέ να διαβάσω βιβλίο του, σε αντίθεση με τις ταινίες του που τις έχω δει όλες. Έχω διαβάσει και βιβλίο σε δική του μετάφραση αλλά ποτέ ένα βιβλίο γραμμένο από αυτόν.
Το είχα στα χέρια μου το βιβλίο του καιρό, όμως δεν το άρχιζα πριν τελειώσω ένα που με δυσκόλεψε να ολοκληρώσω…
Έχοντας τον απόλυτο ψυχαναγκασμό να μην παρατάω βιβλίο στην μέση, έπρεπε να τελειώσω αυτό που είχα αρχίσει πριν. Έτσι πέρναγε ο καιρός ώσπου ήρθε μια μέρα και, ενώ έφευγα για ταξίδι, βούτηξα πλέον το επόμενο από τα βιβλία που είχα στην σειρά για διάβασμα, αφού επιτέλους είχα τελειώσει το προηγούμενο. Πήρα το βιβλίο του Παναγιώτη και το έβαλα στην βαλίτσα μου.

Όταν έφτασα στον πρώτο προορισμό μου συνειδητοποίησα τον τίτλο του βιβλίου. Είχα μπόλικα ακόμα ταξίδια αυτό το διάστημα μπροστά μου, και μάγκωσε το βλέμμα στον τίτλο του βιβλίου: «Άρρωστος σε Ταξίδι», έλεγε το εξώφυλλο…

Με έπιασε ακριβώς πάνω σε ένα πρωινό με 310 ζάχαρο, με την ένεση να της στριφογυρνάω την ροδέλα προς τις μπόλικες μονάδες και να την μπήζω στο παχουλό δέρμα της κοιλιάς μου. Τα μάτια μου, όπως πάταγα την πένα να απελευθερώσει την ινσουλίνη, πέσανε κάτω στο πάτωμα και πάνω στο εξώφυλλο του βιβλίου του που είχα πάρει μαζί μου.
«Άρρωστος σε Ταξίδι»! Αυτό με έκανε αμέσως να το βουτήξω και να αρχίσω την ανάγνωση.
Δεν με τρομάζει η συνειδητοποίηση κανενός πράγματος όσο κι αν πονάει, γιατί ξέρω ότι είναι η αρχή της λύσης του να φύγεις από τον πόνο. Η συνειδητοποίηση είναι μεγάλο πράγμα.
Προσπαθώ να μην βαθμονομώ τις ασθένειες, για τον καθένα η νόσος του είναι όσο σημαντική αυτός την βιώνει.

Κάποια που αγαπούσα πάρα πολύ και έφυγε νέα από καρκίνο, όταν της αποκάλυψα για έναν φίλο μου ότι είναι οροθετικός, είχε απαντήσει “α πα πα aids με τίποτα, χίλιες φορές καρκίνο”!

Εκείνη έφυγε, οι τόσοι οροθετικοί φίλοι μου ακόμα είναι μαζί μου. Πόσες φορές ευχήθηκα εγώ για εκείνη να είχε aids παρά καρκίνο και μάλιστα την εποχή που είχαν βγει τα “καλά τα φάρμακα”!
Το βιβλίο λοιπόν πηγαίνει πίσω στις αρχές των 90’ς, στην Αθήνα, και απλώνεται σε μια παρέα γκέι ανδρών οροθετικών!
Έχω διαβάσει απομνημονεύματα από άτομα που τότε δεν πρόλαβαν τα φάρμακα και έφυγαν βασανισμένα, έχω δει συγκλονιστικά ντοκιμαντέρ της περιόδου που η νόσος ήταν ένα τρομακτικό θανατερό μυστήριο, έχω ζήσει μαζί με φίλους από πολύ κοντά όταν πρωτοδιαγνώστηκαν, κάπου πολύ αρχές του 1990, έχω κάνει τα πρώτα φυλλάδια για το aids και ήμουνα συχνά στο Συγγρού, στο τμήμα Ειδικών Λοιμώξεων.
Παράλληλα, λόγω ηλικίας, έχω βιώσει τις εποχές εκείνες από την αρχή, τότε που ακόμα δεν ήξερα, δεν ξέραμε τίποτα και είχαμε ακατάσχετη σεξουαλική δράση και πειραματισμούς.
Είχα πετύχει μέχρι και τον Μπίλυ Μπο στο Pierros της Μυκόνου! (μεγάλη ιστορία και χαζούλα, ήμουνα μόλις 14 χρονών,  μπορείτε να την διαβάσετε εδώ, πρέπει να σκλοράρετε λίγο προς τα κάτω να την βρείτε).
Είναι μεγάλη η εμπειρία μου και η γνώση μου όσο αφορά το ρημάδι το aids και ακόμα έχω ένα τεράστιο παράπονο που μπορώ μόνο το ένα σκέλος του να αναφέρω εδώ. Το πόσο ήμουνα δίπλα σε φίλο κολλητό οροθετικό και είχα μάθει τόσα πολλά για την νόσο του από αυτόν, γιατί τον αγαπούσα πολύ, και το πόσο εκείνος δεν έδωσε καμιά απολύτως σημασία όταν, πολλά χρόνια μετά, διαγνώστηκα με τον διαβήτη. Έστω σαν φίλος που με αγαπάει να ακούσει μια φορά τι σημαίνει η δική μου νόσος στην δική μου ζωή!
Για αυτό, λέω, προσπαθώ να μην βαθμονομώ τις νόσους και να αφήνομαι μόνο στο τι και πως νιώθει ο άλλος με την νόσο του.
Αν υπήρχε κριτική που δεν βασίζονταν στον κοινωνικό στιγματισμό αλλά για το ποιο είναι πιο επώδυνο, ο διαβήτης ή το aids, και αν έπρεπε για κάποιο λόγο να βαθμολογήσω τις νόσους (πάντα μιλάω για τώρα με τα φάρμακα του aids τα οποία ναι μεν σε συντηρούν στην ζωή, αλλά είναι ύπουλα, και σε βάθος χρόνου σε τρώνε) σίγουρα θα σήκωνα τα χέρια ψηλά, μην όντας σε θέση να τοποθετήσω κάπου πιο πάνω ή πιο κάτω μια από αυτές τις δυο νόσους.
Όπως όταν ο κόσμος δεν είχε ινσουλίνη, έτσι κι τότε, χωρίς τα φάρμακα, ο θάνατος ήταν σχεδόν βέβαιος και στις δυο περιπτώσεις. Σαν την ζωή σήμερα που παρατείνεται πάρα πολύ με τα φάρμακα και τις ινσουλίνες.
Πίσω στο βιβλίο λοιπόν, επιστρέφω νοερά στις αρχές του 1990, στην Αθήνα, αναγνωρίζω χαρακτήρες και ανθρώπους που ήξερα, τα ίδια γκέι κλαμπ, παραπλήσιες κρεπάλες, αυτοί ήταν λίγο μεγαλύτεροι από εμένα, όμως η γκέι ζωή της Αθήνας και την οποία έχω ζήσει πολύ έντονα, ήταν άκρως γνωστή μου και μικρή και άρα τρομερά οικεία μου, όπως επίσης λίγο πιο μακριά μου, αλλά όχι και τόσο, ήταν η νόσος που έσκαγε αλύπητα τότε.
Προχωρώντας την ανάγνωση, και ενώ ήμουνα στην μέση του βιβλίου, το κλείνω απότομα για μια στιγμή και βγαίνω στο καλοκαιρινό μπαλκόνι των διακοπών μου, παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν κυλήσουν τα δάκρυα και συνειδητοποιώ ότι ΔΕΝ ήξερα τίποτα τελικά από το πως ήταν εκείνη η εποχή, εκείνοι οι άνθρωποι, που πολλοί από αυτούς δεν τα κατάφεραν, πως ήταν να ζεις με την άγνωστη νόσο και πιότερο η αγωνία του να ζήσεις ενώ ξέρεις ότι πεθαίνεις, όπως πέθανε ο φίλος σου προχθές. Η αγωνία αν θα πρέπει να εμπιστευτείς τους γιατρούς και την ατελείωτη χημεία, αυτή που δεν είχε βοηθήσει κανέναν μέχρι τότε να ζήσει. Οι ελπίδες από εναλλακτικούς γιατρούς, τα πειράματα με καινούργια φάρμακα σε ασθενείς που δεν είχαν άλλη ελπίδα. Η δυσκολία της κάθε μέρας να κουβαλήσεις ένα λιπόσαρκο κουφάρι μέχρι την άκρη του σαλονιού, ένα κουφάρι που ακόμα ποθεί να ερωτευτεί και πάνω απ’ όλα να ζήσει!
Το βιβλίο είναι συγκλονιστικό σε γραφή και περιγραφή, κεντάει εικόνες τρομερά δύσκολες συναισθηματικά. Είναι σαν θαύμα πως βρίσκει λέξεις και τις  χώνει με θράσος, στενά, την μια δίπλα στην άλλη, μαζί να ανατρέπουν και να απελευθερώνουν εκείνες τις εικόνες οι οποίες, με την σειρά τους, σε ανταμείβουν σαν να τις ζεις!
«Δεν ήξερα τίποτα τελικά», αναφώνησα πάλι και έπιασα να μετρηθώ με το διαβητόμετρο.
Αυτό το βιβλίο πρέπει να το πάρει το Κέντρο Ζωής ή το Check Point και να το διαδώσουν σαν έναν ιστορικό θησαυρό μιας μάχης που κόστισε ζωές!
Το διαβητόμετρο με είχε πάλι ψηλά, ίσως η ένταση η συναισθηματική της στιγμής, ίσως τα δάκρυα τα οποία είχαν αρχίσει να μπερδεύονται με ένα, θα πεις, χαζό παράπονο, μεγάλο όμως και για το οποίο σας τα γράφω όλα αυτά.

Ποτέ κανένας μέχρι σήμερα, σε ελληνική τουλάχιστον έκδοση, δεν έχει γράψει τόσο περίτεχνα, τόσο αληθινά, τόσο ουσιαστικά, τι σημαίνει πραγματικά «ζω με τον διαβήτη τύπου 1».

Ότι έχω διαβάσει, με απόγειο ξέρετε εσείς ποιο βιβλίο ανεπίτρεπτο, είναι ας πούμε μια προσπάθεια καλοδεχούμενη και απαραίτητη και σίγουρα μια σημαντική αρχή, αλλά τόσο μα τόσο ελάχιστη, μικρότερη και της σταγόνας που χάνεται στον ωκεανό. Κανένα βιβλίο της προκοπής για μια νόσο αιώνια τουλάχιστον και με τεράστια θνησιμότητα και η οποία δεν αναχαιτίζεται με ένα προφυλακτικό!
Κανένα βιβλίο δεν έχει περιγράψει επαρκώς την κάθε μέρα αδιάκοπα, την “ποιότητα” ζωής με τον διαβήτη!
Ίσως αν πιάσετε στα χέρια σας το βιβλίο του Παναγιώτη να καταλάβετε τι εννοώ!
Το άφησα για λίγο εκείνη την ημέρα το βιβλίο του και έτρεξα να διαβάσω τις ακατέργαστες ιστορίες που είχατε αρκετοί από εσάς γράψει τότε, σε έναν διαγωνισμό του Γλυκούλι, το  «Πες μου μια Γλυκιά Ιστορία»!
Έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι οι περισσότερες από αυτές τις ιστορίες πρέπει να αποτελέσουν ένα πρώτο βιβλίο αυθόρμητης καταγραφής της ζωής με τον διαβήτη.
Έχω προσπαθήσει και δεν βρήκα χορηγούς ΟΜΩΣ θα συνεχίσω την προσπάθεια και εύχομαι επιτέλους οι ιστορίες μας να δουν το μελάνι του τυπογραφείου!
Κλείνω αυτό το κείμενο με μια μεγάλη προτροπή: Γράψτε, ειδικά όσοι γράφετε ωραία και χωρίς κόμπλεξ. Γράψτε και μοιραστείτε και, όπως έλεγε ο Ηρακλής, ένας από τους ήρωες από το βιβλίο του Παναγιώτη, ίσως σταθώ τυχερός και ζήσω μέχρι την ημέρα που θα βγουν τα φάρμακα και, θα δεις, θα είναι τόσο απλό όπως μια ασπιρίνη!

Μαρία Κατσικαδάκου

Total
0
Shares
Σχετικά άρθρα