Ο διαβήτης είναι ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα, που χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά γλυκόζης στο αίμα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου φέρνουν σοβαρές επιπλοκές στην καρδιά, τα αιμοφόρα αγγεία, τα νεφρά, τα μάτια, το συκώτι και τα νεύρα. Ο πιο συχνός τύπος διαβήτη είναι ο διαβήτης τύπου 2 και εμφανίζεται συνήθως σε ενήλικες όπου το σώμα αντιστέκεται στην παραγωγή ινσουλίνης ή δεν παράγει αρκετή. Ο διαβήτης τύπου 1, γνωστός ως ινσουλινο-εξαρτώμενος διαβήτης είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα όπου το πάγκρεας παράγει λίγη ή και καθόλου ινσουλίνη. Για τα διαβητικά άτομα ή πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη και ινσουλίνη είναι σημαντική για την επιβίωσή τους
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ομοσπονδία Διαβήτη (International Diabetes Federation), τα νέα στοιχεία που έρχονται στο φως φέρνουν ένα πικρό αλλά αναπόφευκτο μήνυμα: παρά τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για την αντιμετώπιση της νόσου – αποτελεσματικές φαρμακευτικές αγωγές, προηγμένη τεχνολογία, αυξανόμενη ενημέρωση, εκπαίδευση και στρατηγικές πρόληψης –η μάχη για την προστασία του ανθρώπινου πληθυσμού από τον διαβήτη και τις επιπλοκές του, όπως ρητά δηλώνει η IDF, φαίνεται να χάνεται.
Σήμερα, εκτιμάται ότι 387 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από διαβήτη και ο αριθμός αυτός θα φτάσει τα 592 εκατομμύρια μέχρι το 2035 (δηλαδή θα υπάρξει μια παγκόσμια αύξηση της τάξεως του 55%). Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 3 νέες περιπτώσεις κάθε 10 δευτερόλεπτα ή αλλιώς 10 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις το χρόνο, με τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης να παρατηρούνται στις αναπτυσσόμενες χώρες και τα μεγαλύτερα ποσοστά να εμφανίζονται στις αστικές (256 εκατομμύρια) περιοχές σε σχέση με τις αγροτικές (136 εκατομμύρια).
Με 179 εκατομμύρια περιπτώσεων να μένουν αδιάγνωστες, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων με διαβήτη οδεύουν προς τις επιπλοκές χωρίς να το γνωρίζουν. Επιπλέον, με το 77% των ατόμων που νοσούν να ζουν σε χώρες χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, όπου οι ρυθμοί αύξησης της νόσου είναι υψηλοί, οι ενδείξεις είναι ανησυχητικές για την επίδραση που θα έχει ο διαβήτης στο μέλλον της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Το 2014, ο διαβήτης προκάλεσε 4.9 εκατομμύρια θανάτους, με έναν άνθρωπο να πεθαίνει από τη νόσο κάθε 7 δευτερόλεπτα.
Φαίνεται πως καμιά χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να ξεφύγει από την επιδημία, όμως ο φτωχότερος πληθυσμός έχει να αντιμετωπίσει μεγαλύτερες προκλήσεις. Συγκριτικά, τα άτομα που ζουν σε χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα πληρώνουν πολύ περισσότερο για την αντιμετώπιση της νόσου τους λόγω του ότι δεν έχουν πρόσβαση σε ασφάλεια και παροχές. Στην Λατινική Αμερική για παράδειγμα, οι οικογένειες πληρώνουν το 40-60% των ιατρικών εξόδων από την τσέπη τους, ενώ σε κάποιες άλλες, φτωχότερες χώρες, οι ασθενείς και οι οικογένειές τους αναλαμβάνουν εξολοκλήρου τα έξοδα της ιατρικής τους φροντίδα.
H νόσος του διαβήτη εναποθέτει ένα μεγάλο οικονομικό βάρος σε ασθενείς, τις οικογένειές τους, τα εθνικά συστήματα υγείας και τα κράτη. Το 2013, τα χρήματα που ξοδεύτηκαν για παροχές υγείας λόγω διαβήτη, πλησιάζουν το 11% του συνολικού ποσού χρημάτων που ξοδεύτηκε για την υγεία παγκοσμίως.
Σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες, ο διαβήτης είναι η πρωταρχική αιτία τύφλωσης, νόσων του ήπατος, ακρωτηριασμού των κάτω άκρων και καρδιαγγειακών παθήσεων – μια από τις σημαντικότερες επιπλοκές που ενοχοποιείται για το 50% των θανάτων από διαβήτη σε κάποιους πληθυσμούς. Είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι ακριβείς αριθμοί θανάτων σε παγκόσμιο επίπεδο γιατί αφενός το ένα τρίτο των χωρών δεν έχει καταγεγραμμένα στοιχεία για την θνησιμότητα που οφείλεται στον διαβήτη και αφετέρου γιατί οι στατιστικές μελέτες υγείας υποτιμούν τον αριθμό των διαβητο-σχετιζόμενων θανάτων. Ο διαβήτης τύπου 2 κατέχει το 85-95% των περιπτώσεων διαβήτη στις υψηλού εισοδήματος χώρες και το ποσοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο σε χώρες με χαμηλά εισοδήματα. Ο διαβήτης τύπου 1, παρότι πιο σπάνιος, αυξάνεται κάθε χρόνο στις πλούσιες και στις φτωχές χώρες εξίσου.
Στην Ευρώπη, το υψηλότερο ποσοστό περιπτώσεων παρατηρείται στην Τουρκία (14,8%), ενώ η Ρωσική Ομοσπονδία έχει τον μεγαλύτερο αριθμό διαβητικών ατόμων, ο οποίος αντιστοιχεί σε 10, 9 εκατομμύρια περιπτώσεις. Αντιθέτως, το Αζερμπαϊτζάν εμφανίζει μόνο 2.4%. Μετά την Τουρκία, ακολουθούν το Μαυροβούνιο (10.1%), η ΠΓΜΔ (10%), η Σερβία (9.9%) και η Βοσνία Ερζεγοβίνη (9.7%). Λόγω ούτως ή άλλως μεγαλύτερου πληθυσμού, οι χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό διαβητικών ατόμων είναι κυρίως χώρες της Δυτικής Ευρώπης, μεταξύ άλλων η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, η Σουηδία κατέχει τηπρώτη θέση όσον αφορά την πρόληψη, τις υπηρεσίες και την περίθαλψη του διαβητικού πληθυσμού.
Στοιχεία της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Διαβήτη για το 2014:
- Στην Αφρική, το 76% των θανάτων που οφείλονται στον διαβήτη αφορά ανθρώπους ηλικίας κάτω των 60 ετών.
- Η Ευρώπη έχει τα μεγαλύτερα ποσοστά διαβήτη τύπου 1 σε παιδιά.
- Στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, 1 στους 10 ενήλικες έχει διαβήτη.
- Η Βόρεια Αμερική και η Καραϊβική, έχουν ξοδέψει τα περισσότερα χρήματα παγκοσμίως για υπηρεσίες υγείας που αφορούν τον διαβήτη.
- Στη Νότια και Κεντρική Αμερική, ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη θα αυξηθεί κατά 60% μέχρι το 2035.
- Στη Νότιο-Ανατολική Ασία οι μισοί άνθρωποι που έχουν διαβήτη παραμένουν αδιάγνωστοι.
- Στον Δυτικό Ειρηνικό, υπάρχουν 138 εκατομμύρια ενήλικες που έχουν διαβήτη – ο μεγαλύτερος αριθμός από κάθε άλλο μέρος του πλανήτη.
Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Διαβήτη είναι ένας οργανισμός ομπρέλα κάτω από τον οποίο λειτουργούν 200 οργανισμοί σε 160 χώρες. Εκπροσωπεί έναν αυξανόμενο αριθμό ατόμων με διαβήτη, όπως και τα άτομα που βρίσκονται σε ομάδες υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη της νόσου. Η ομοσπονδία λειτουργεί ως παγκόσμια κοινότητα από 1950 και η αποστολή της είναι να προάγει την φροντίδα, την πρόληψη και τη θεραπεία του διαβητικού πληθυσμού παγκοσμίως.
Πηγή: www.idf.org