Η έρευνα που διεξήγαγε ένα ολλανδικό πανεπιστήμιο εξέτασε τη σχέση μεταξύ του χρόνου που αφιερώνουμε για βραδινό ύπνο, της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και της πιθανότητας εμφάνισης διαβήτη και καρδιοπαθειών.
Αμέτρητες μελέτες έχουν επιχειρήσει στο παρελθόν να προσδιορίσουν πόσες ώρες ύπνου είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της υγείας ενός ατόμου. Κάποιες από αυτές θέτουν τον αριθμό αυτό αρκετά πιο κάτω από το συνηθισμένο οχτάωρο, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι κάθε επιπλέον ώρα προσφέρει επιπλέον αναζωογόνηση και ξεκούραση.
Η πιο πρόσφατη από αυτές τις έρευνες θεωρείται αρκετά έγκυρη, καθώς διενεργήθηκε από το ιατρικό κέντρο του Πανεπιστημίου VU στην Ολλανδία και είχε ως αντικείμενο τη σχέση μεταξύ της διάρκειας του βραδινού ύπνου, την ευαισθησία στην ινσουλίνη και την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη και καρδιοπαθειών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσμα της εν λόγω έρευνας, εφτά ώρες βαθύ ύπνου κάθε βράδι είναι η ιδανική διάρκεια για τη διατήρηση καλών επιπέδων παραγωγής ινσουλίνης αλλά και γλυκόζης. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι ο χρόνος που περνάμε στο κρεβάτι θα πρέπει να είναι περισσότερος απο 7 ώρες, δηλαδή περίπου στις 7,5.
Όπως επισημαίνει η μελέτη, η μικρότερη διάρκεια βραδινού ύπνου έχει αποδειχθεί ότι διαταράσσει τον μεταβολισμό της γλυκόζης στους άνδρες και τις γυναίκες. Υπενθυμίζεται ότι τα σταθερά επίπεδα γλυκόζης συμβάλλουν στον καλύτερο έλεγχο του σωματικού βάρους, ενώ τα «σκαμπανεβάσματα» μπορούν να προκαλέσουν αύξηση των κιλών και, μετέπειτα, διαβήτη.
Πηγή: http://www.protothema.gr/