Σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρία, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες τροχαίου ατυχήματος. Ωστόσο, ένα σύντομο ερωτηματολόγιο, στο οποίο υποβάλλονται οι πάσχοντες και μια έξυπνη online εφαρμογή θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των οδηγών υψηλού κινδύνου και να συμβάλλουν στην αποφυγή των σχετιζόμενων με τη νόσο τροχαίων ατυχημάτων, δείχνουν νέα ευρήματα από τις ΗΠΑ.
Όπως εξηγεί ο Daniel Cox, από το Πανεπιστήμιο και το Εργαστήριο Ασφάλειας της Οδήγησης της Βιρτζίνια, στο Σάρλοτσβιλ, όπως οι πιλότοι «τσεκάρουν» μία λίστα για τα διάφορα συστήματα πριν πιλοτάρουν, έτσι και οι πάσχοντες από διαβήτη απαντούν σε ερωτήματα για την κατάσταση της υγείας τους τη δεδομένη στιγμή και η εφαρμογή καταλήγει στο συμπέρασμα αν είναι ασφαλές να οδηγήσουν ή όχι.
«Οι λανθασμένες δόσεις ινσουλίνης και άλλων φαρμάκων που μειώνουν τη γλυκόζη του αίματος μπορεί να προκαλέσουν επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, οδηγώντας σε λιποθυμικά επεισόδια ή επιληπτικές κρίσεις», εξηγούν οι ερευνητές.
«Σε καμία περίπτωση δεν λέμε ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 δεν πρέπει να οδηγούν», διευκρινίζει ο Cox, καθηγητής Ψυχιατρικής, Εσωτερικής Παθολογίας και Οφθαλμολογίας, τονίζοντας, ωστόσο, ότι πρέπει να «τσεκάρουν» την κατάσταση της υγείας τους πριν πιάσουν στα χέρια τους το τιμόνι.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ορισμένοι διαβητικοί έχουν υψηλότερο από τον μέσο όρο κίνδυνο να προκαλέσουν προβλήματα. Πρόκειται για τα άτομα που έχουν ήδη υποστεί κάποιο σοβαρό υπογλυκαιμικό επεισόδιο κατά την οδήγηση, αυτούς που δεν διαχειρίζονται σωστά την υπογλυκαιμία, όσους οδηγούν πολύ και τα άτομα που έχουν χάσει την αίσθηση στα πόδια τους (διαβητική νευροπάθεια), τα οποία δεν μπορούν να αισθανθούν τα πεντάλ.
Καθώς οι γιατροί δεν έχουν μια τυποποιημένη αξιολόγηση για να καθορίζουν ποιος διατρέχει υψηλό κίνδυνο για ένα σχετιζόμενο με διαβήτη τροχαίο ατύχημα και ποιος όχι, ο Cox και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν ένα τεστ 11 ερωτήσεων που ονομάζεται Αξιολόγηση Κινδύνου για τους Διαβητικούς Οδηγούς (RADD).
Στο πρώτο μέρος της μελέτης τους, οι ερευνητές διενήργησαν το τεστ σε περισσότερους από 371 οδηγούς με διαβήτη τύπου 1 από τη Βοστώνη, την κεντρική Βιρτζίνια και τη Μινεάπολη.
Προηγουμένως, είχαν ζητήσει από τους συμμετέχοντες να τους ενημερώσουν για τα «ατυχή» περιστατικά τους στο αυτοκίνητο κατά το προηγούμενο έτος. «Ατυχές» περιστατικό κατά την οδήγηση – όπως ορίστηκε από τη μελέτη αυτή – ήταν μια επικίνδυνη κατάσταση οδήγησης που είχε ως αποτέλεσμα ένα ατύχημα ή θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε ατύχημα.
Η αξιολόγηση εντόπισε με ακρίβεια το 61% εκείνων που διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο να έχουν προβλήματα κατά την οδήγηση και το 75% αυτών που διέτρεχαν χαμηλό κίνδυνο.
Το 2ο μέρος της μελέτης περιελάμβανε σχεδόν 1.737 οδηγούς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι από όλη τη χώρα, οι οποίοι υποβλήθηκαν στο τεστ RADD online. Από αυτούς 118 άτομα χαμηλού κινδύνου και 372 άτομα υψηλού κινδύνου κλήθηκαν να λάβουν δίμηνη θεραπεία, ακολουθούμενη από 12 μηνιαίες καταγραφές «ατυχών» περιστατικών κατά την οδήγηση.
Οι οδηγοί υψηλού κινδύνου τυχαιοποιήθηκαν είτε να λάβουν τη συνήθη θεραπεία, είτε να συμμετάσχουν σε μία online παρέμβαση (DiabetesDriving.com), η οποία αποσκοπούσε στην πρόληψη, ανίχνευση και αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας.
Όλοι οι συμμετέχοντες στην παρέμβαση έλαβαν μία «εργαλειοθήκη» για το αυτοκίνητό τους, η οποία περιείχε έναν μετρητή σακχάρου αίματος, μια λίστα ελέγχου πριν από την οδήγηση και ένα μπρελόκ με ένα κόκκινο φανάρι για να υπενθυμίζει στους οδηγούς να σταματήσουν και να θεραπεύσουν την υπογλυκαιμία τους σε περίπτωση που είχαν κάτω από 70 mg / dL ή να είναι προσεκτικοί και να καταναλώσουν τρόφιμα πλούσια σε υδατάνθρακες πριν οδηγήσουν, σε περίπτωση που οι τιμές του σακχάρου τους κυμαίνονταν μεταξύ 70 και 90.
Τα κιτς περιείχαν επίσης ένα προϊόν γλυκόζης ταχείας δράσης (δισκία ή τζελ).
«Πολλοί άνθρωποι με διαβήτη τύπου 1 δεν ήξεραν να αντιμετωπίσουν σωστά την υπογλυκαιμία. Έτρωγαν τροφές με πολλά λιπαρά ή πρωτεΐνες και αυτό δεν κάνει την γλυκόζη του αίματος να αυξηθεί γρήγορα . Αν κανείς θέλει να αυξηθεί γρήγορα η γλυκόζη στο αίμα του, η λύση είναι τα δισκία», εξηγεί ο Cox, τονίζοντας ότι οι πάσχοντες από διαβήτη τύπου Ι θα πρέπει πάντοτε να έχουν στο αυτοκίνητό τους υδατάνθρακες ταχείας δράσης.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι οδηγοί υψηλού κινδύνου που συμμετείχαν στο πρόγραμμα παρέμβασης είχαν λιγότερα σχετιζόμενα με υπογλυκαιμίες «ατυχή» περιστατικά κατά την οδήγηση, σε σύγκριση με τους οδηγούς υψηλού κινδύνου που έλαβαν τη συνήθη θεραπεία.
«Αυτό μας υπενθυμίζει ότι τα άτομα με διαβήτη πρέπει να αξιολογούνται μεμονωμένα, λαμβάνοντας υπόψη το ιατρικό ιστορικό του καθένα ξεχωριστά καθώς και τους πιθανούς κινδύνους που σχετίζονται με την οδήγηση, όπως συνιστά η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρία», ανέφερε ο δρ Joel Zonszein διευθυντής της Κλινικής Διαβήτη στο Ιατρικό Κέντρο Montefiore της Νέας Υόρκης, τονίζοντας ωστόσο ότι θα προτιμούσε οι ικανότητες οδήγησης των διαβητικών να αξιολογούνται από τον γιατρό τους αντί από ένα ηλεκτρονικό πρόγραμμα.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Diabetes Care.
Πηγή: http://mononews.gr/