Γεγονότα υπερμετάδοσης είναι υπεύθυνα για την εξάπλωση του κορωνοϊού, σύμφωνα με νέα έρευνα του Αμερικανικού Πανεπιστημίου Princeton

Γεγονότα υπερμετάδοσης είναι υπεύθυνα για την εξάπλωση του κορωνοϊού, σύμφωνα με νέα έρευνα του Αμερικανικού Πανεπιστημίου Princeton
Γεγονότα υπερμετάδοσης είναι υπεύθυνα για την εξάπλωση του κορωνοϊού, σύμφωνα με νέα έρευνα του Αμερικανικού Πανεπιστημίου Princeton

Η μεγαλύτερη έρευνα ιχνηλάτησης που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, αποκαλύπτει ότι τα παιδιά παίζουν καίριο ρόλο στην μετάδοση της νόσου COVID-19, γεγονός που τα καθιστά υπερ-μεταδότες.
Σύμφωνα με έκθεση ερευνητών από τις ΗΠΑ και την Ινδία, που δημοσιεύτηκε στις 30 Σεπτεμβρίου στο περιοδικό Science, τα παιδιά και οι νεαροί ενήλικες, πιθανόν να παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στη μετάδοση του ιού SARS-CoV-2 – ιδιαίτερα μέσα στην οικογένεια – απ’ ότι έχει διαπιστωθεί σε προηγούμενες έρευνες. Ερευνητές από το Princeton Environmental Institute του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, και από το Πανεπιστήμιο της California, Berkeley, συνεργάστηκαν με υπαλλήλους δημόσιας υγείας στις νοτιοανατολικές πολιτείες της Ινδίας Tamil Nadu και Andhra Pradesh, ώστε να εντοπίσουν τον τρόπο μετάδοσης του ιού και τον βαθμό θνησιμότητας σε 575,071 ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με κάποιο από τα 84,960 επιβεβαιωμένα κρούσματα COVID-19. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παγκόσμια έρευνα ιχνηλάτησης που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ για οποιαδήποτε ασθένεια.
Ο επικεφαλής της έρευνας Ramanan Laxminarayan, ανώτερος ερευνητής στο PEI, δήλωσε ότι πρόκειται για την πρώτη μεγάλης εμβέλειας έρευνα που κατάφερε να αποτυπώσει τον βαθμό στον οποίο ο SARS-CoV-2 εξαρτάται από γεγονότα «υπερμετάδοσης», κατά τα όποια ένας μικρός αριθμός ατόμων μεταδίδει τον ιό σε πολλούς ανθρώπους. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι 71% των ανθρώπων που είχαν προσβληθεί, δεν μετάδωσαν τον ιό σε κάποιον από τους ανθρώπους με τους οποίους είχαν έρθει σε επαφή, ενώ το 8% των ανθρώπων που ήταν θετικοί στον ιό ήταν υπεύθυνοι για το 60% των νέων κρουσμάτων.
«Η έρευνά μας είναι η μεγαλύτερη εμπειρική παρουσίαση της υπερμετάδοσης που γνωρίζουμε για οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια» είπε ο Laxminarayan. «Τα γεγονότα υπερμετάδοσης είναι ο κανόνας, και όχι η εξαίρεση, όταν παρακολουθεί κανείς την εξάπλωση του COVID-19, στην Ινδία, και πιθανότατα σε όλα τα μέρη όπου έχει εμφανιστεί η νόσος.»
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Αμερικανική εφημερίδα The Atlantic τον Οκτώβριο, ανέφερε ότι σημαντικότερος παράγοντας μέτρησης της μετάδοσης του κορωνοϊού δεν είναι το R0, δηλαδή ο ρυθμός μετάδοσης, αλλά το k. Αυτή η μεταβλητή μετρά το μέγεθος διασποράς και διαπιστώνει κατά πόσο μια ασθένεια μεταδίδεται με ρυθμό σταθερό, ή με γεγονότα υπερμετάδοσης, όπου ένας άνθρωπος μολύνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Τη θεωρία αυτή υποστηρίζουν έρευνες από το Χονγκ Κονγκ, τις ΗΠΑ, την Ινδονησία και την Κίνα.
Στη Νέα Ζηλανδία ερεύνησαν πάνω από τις μισές επιβεβαιωμένες περιπτώσεις νόσησης από κορωνοϊό και ανακάλυψαν ότι τους πρώτους μήνες υπήρξαν περισσότερα από 277 αρχικά κρούσματα, ωστόσο μόνο το 19% από αυτά οδήγησε σε μόλυνση πέραν του ενός ατόμου. Άλλη πρόσφατη έρευνα αναφέρει ότι κάτι τέτοιο ισχύει ιδιαίτερα σε μονάδες όπου φιλοξενούνται μεγάλος αριθμός ατόμων, όπως τα γηροκομεία και οι κρατικές δομές.
Τα ευρήματα της έρευνας στην Ινδία, μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον βαθμό θνησιμότητας και τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνεται ο COVID-19 σε χώρες όπως η Ινδία – που μετρά πάνω από 96,000 θανάτους από την ασθένεια – όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχιας. Αυτό που ανακάλυψαν ήταν ότι, στην Ινδία, ο θάνατος από κορωνοϊό επερχόταν, κατά μέσο όρο, 6 ημέρες μετά την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, όπου το διάστημα αυτό είναι κατά μέσο όρο 13 ημέρες. Επιπλέον, στην Ινδία η μέση ηλικία θανάτου είναι μεταξύ 50-64 ετών, ελαφρώς δηλαδή μικρότερη απ’ ότι στις ΗΠΑ, που οι ηλικίες που διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο είναι άνω των 60.
Οι ερευνητές επίσης παρουσίασαν τα πρώτα μεγάλης κλίμακας στοιχεία, ότι η επιβολή της καραντίνας σε ολόκληρη την Ινδία, οδήγησε σε σημαντική μείωση της μετάδοσης του κορωνοϊού.
Ένα από τα πορίσματα της έρευνας ήταν ότι η συχνότητα μετάδοσης του κορωνοϊού από ένα άτομο, ασχέτως ηλικίας, μέσα στην κοινότητα ήταν 2,6%, ενώ μέσα στην οικογένεια ήταν 9%. Επίσης, ανακάλυψαν ότι τα παιδιά και οι νεαροί ενήλικες – που αποτελούσαν το 1/3 των περιστατικών – έπαιζαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην μετάδοση του ιού στους πληθυσμούς που εξέτασαν.
«Σε αυτό το περιβάλλον, τα παιδιά είναι πολύ αποτελεσματικοί μεταδότες, κάτι που δεν έχει διαπιστωθεί σε προηγούμενες έρευνες», είπε ο Laxminarayan. «Ανακαλύψαμε ότι τα περιστατικά και οι θάνατοι που καταγράφηκαν, ήταν πιο πολλοί στις νεαρότερες ηλικίες απ’ ότι περιμέναμε βάσει παρατηρήσεων σε χώρες με μεγαλύτερο εισόδημα.»
Τα παιδιά και οι νεαροί ενήλικες, καθώς και οι περισσότερες ηλικιακές ομάδες, ήταν πιο πιθανό να κολλήσουν κορωνοϊό από τους συνομηλίκους τους. Η γενική πιθανότητα μετάδοσης του κορωνοϊού ξεκινούσε από 4,7% σε επαφές χαμηλού κινδύνου, μέχρι 10,7% σε επαφές υψηλού κινδύνου».
Η μελέτη «Επιδημιολογία και δυναμική μετάδοσης του COVID-19 σε δύο πολιτείες της Ινδίας», δημοσιεύτηκε στις 30 Σεπτεμβρίου στο περιοδικό Science. Την έρευνα υποστήριξαν το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών και το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των ΗΠΑ.
Πηγές: Princeton Univercity, The Atlantic

Total
43
Shares
Σχετικά άρθρα