Μια νέα μελέτη που παρακολούθησε άνδρες για 40 χρόνια διαπίστωσε ότι οι μεσήλικες άνδρες με υψηλά επίπεδα άγχους έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν παράγοντες κινδύνου που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο και διαβήτη τύπου 2 (T2D) καθώς γερνούν, σύμφωνα με ένα δελτίο τύπου της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας (AHA).
Οι άνδρες που ένιωθαν ανήσυχοι ή καταπονημένοι ανέπτυξαν παράγοντες κινδύνου για καρδιακές παθήσεις όπως η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση και η υψηλή χοληστερόλη με ταχύτερο ρυθμό από τους λιγότερο στρεσαρισμένους συνομηλίκους τους, σύμφωνα με την AHA. Επιπλέον, όσοι εμφάνισαν τα υψηλότερα επίπεδα ανησυχίας είχαν 10%-13% περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν εντέλει 6 ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου, επιδεινώνοντας τους κινδύνους για καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικό που σχετίζονται με τη φυσιολογική γήρανση.
«Έχοντας 6 ή περισσότερους καρδιομεταβολικούς δείκτες υψηλού κινδύνου υποδηλώνεται ότι ένα άτομο είναι πολύ πιθανό να αναπτύξει ή να έχει ήδη αναπτύξει καρδιομεταβολική νόσο», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Lewina Lee σε δελτίο τύπου.
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δεδομένα που συλλέχθηκαν από την VA’s Boston Outpatient Clinic της Βοστώνης από 1.561 άνδρες μεταξύ 1975 και 2015 και οι συμμετέχοντες περιλάμβαναν βετεράνους και μη με μέση ηλικία έναρξης τα 53 έτη.
Οι άνδρες αξιολογήθηκαν για νευρωτισμό –ή την τάση να ερμηνεύουν καταστάσεις ως στρεσογόνες, απειλητικές ή συντριπτικές– και τα επίπεδα ανησυχίας τους μέσω ερευνών προσωπικών email. Υπήρχαν επίσης φυσικές εξετάσεις, όπως εξετάσεις αίματος, που γίνονταν κάθε 3 έως 5 χρόνια μέχρι να φύγουν από τη ζωή ή να τελειώσει η περίοδος της μελέτης. Η μελέτη μέτρησε 7 καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της αρτηριακής πίεσης, της ολικής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων, της παχυσαρκίας, του σακχάρου νηστείας και ενός δείκτη φλεγμονής που ονομάζεται ταχύτητα καθίζησης ερυθροκυττάρων.
Οι άνδρες ανέπτυξαν 1 καρδιομεταβολικό παράγοντα κινδύνου ανά δεκαετία από 33 έως 65 ετών, με μέσο όρο 3,8 παράγοντες κινδύνου από τους συνομηλίκους τους με λιγότερο στρες σε όλες τις ηλικίες και είχαν 13% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν 6 ή περισσότερους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου καθώς γερνούσαν. Οι συμμετέχοντες που δήλωσαν ότι ένιωθαν πολύ άγχος είχαν 10% περισσότερες πιθανότητες να συσσωρεύσουν 6 ή περισσότερους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, σύμφωνα με το δελτίο τύπου.
«Τα άτομα με υψηλά επίπεδα νευρωτισμού είναι επιρρεπή να βιώνουν αρνητικά συναισθήματα -όπως φόβο, άγχος, λύπη και θυμό- πιο έντονα και πιο συχνά», είπε η Lee στο δελτίο τύπου. «Η ανησυχία αναφέρεται στις προσπάθειές μας για επίλυση προβλημάτων γύρω από ένα ζήτημα του οποίου η μελλοντική έκβαση είναι αβέβαιη και δυνητικά θετική ή αρνητική. Η ανησυχία μπορεί να είναι προσαρμοστική, για παράδειγμα, όταν μας οδηγεί σε εποικοδομητικές λύσεις. Ωστόσο, η ανησυχία μπορεί επίσης να είναι ανθυγιεινή, ειδικά όταν γίνεται ανεξέλεγκτη και παρεμβαίνει στην καθημερινή μας λειτουργία».
Η Lee πρόσθεσε ότι αν και η μελέτη δεν ανέλυσε το κατά πόσο η θεραπεία του άγχους θα μπορούσε να μειώσει τους κινδύνους για την υγεία που σχετίζονται με την καρδιά, όσοι περνούν πολύ χρόνο νιώθοντας στρεσαρισμένοι θα πρέπει να γνωρίζουν τους παράγοντες κινδύνου και να λάβουν μέτρα για να τους διαχειριστούν.
«Για παράδειγμα, κάνοντας τακτικές εξετάσεις υγείας και με το να είναι προληπτικοί στη διαχείριση των επιπέδων κινδύνου καρδιομεταβολικής νόσου (όπως η λήψη φαρμάκων για την υψηλή αρτηριακή πίεση και η διατήρηση ενός υγιούς βάρους), μπορεί να είναι σε θέση να μειώσουν την πιθανότητα να αναπτύξουν καρδιομεταβολική νόσο», τόνισε η Lee.