Αυτοαντισώματα στον Διαβήτη τύπου 1

Αυτοαντισώματα στον Διαβήτη τύπου 1

Διάφορα γενετικά τεστ μπορούν να αποκαλύψουν τη διαστρωμάτωση του κινδύνου κατά τη γέννηση, αν και διαφορετικά γονίδια και περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την αυτοανοσία των β-κυττάρων. Ως δείκτης πρόβλεψης χρησιμοποιείται ο HLA γονότυπος και κάποια αυτοαντισώματα.

Ο Διαβήτης τύπου 1 είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα, στο οποίο η ανοσιακή απόκριση μέσω συγκεκριμένων αυτοαντισωμάτων στρέφεται εναντίον κυττάρων τα οποία εδράζονται στο πάγκρεας. Αυτά τα αυτοαντισώματα είναι ειδικά και η σύνδεσή τους με τα κύτταρα του παγκρέατος οδηγεί σε καταστροφή ή καταστολή της φυσιολογικής τους λειτουργίας.

Όσοι θα νοσήσουν από Διαβήτη τύπου 1 είναι άτομα με προϋπάρχουσα γενετική προδιάθεση η οποία σε συνδυασμό με περιβαλλοντικές επιρροές συνήθως νωρίς στη ζωή, επάγει την αυτοανοσία κατά των β-κυττάρων του παγκρέατος. Η απώλεια των β-κυττάρων οδηγεί σε σταδιακή μείωση της παραγωγής ενδογενούς ινσουλίνης με αποτέλεσμα απώλεια του ελέγχου του σακχάρου στο αίμα και επακόλουθη εξάρτηση από την χορήγηση εξωγενούς ινσουλίνης.

Η αιτιολογία της αυτοανοσίας των β-κυττάρων είναι ακόμη ασαφής. Μόλις όμως ξεκινήσει η ανοσιακή απόκριση, η εξέλιξη προς την κλινική έκφραση του Διαβήτη τύπου 1 αποτυπώνεται σε 3 στάδια:

Ασυμπτωματική αυτοανοσία των β-κυττάρων με νορμογλυκαιμία
Ασυμπτωματική αυτοανοσία των β-κυττάρων με δυσγλυκαιμία
Συμπτωματικός Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου Ι.

Η αλληλουχία των γεγονότων από την αυτοανοσία έως την κλινική εμφάνιση του Διαβήτη είναι σχετικά προβλέψιμη, αλλά η διάρκεια κάθε φάσης μπορεί να ποικίλλει ευρέως μεταξύ των διαφόρων ατόμων. Διάφορα γενετικά τεστ μπορούν να αποκαλύψουν τη διαστρωμάτωση του κινδύνου κατά τη γέννηση, αν και διαφορετικά γονίδια και περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την αυτοανοσία των β-κυττάρων. Ως δείκτης πρόβλεψης χρησιμοποιείται ο HLA γονότυπος και κάποια αυτοαντισώματα.

Τα αυτοαντισώματα και τα χαρακτηριστικά τους

Τα πρώτα αυτοαντισώματα που περιγράφονται στον Διαβήτη τύπου 1 είναι τα αυτοαντισώματα έναντι των νησιδίων του παγκρέατος (ΙCA: islet cell antibodies). Αυτά στρέφονται έναντι κυτταροπλασματικών πρωτεϊνών όλων των τύπων κυττάρων των νησιδίων. Όχι μόνο κατά των β-κύτταρων. Ανιχνεύονται με τη μέθοδο του έμμεσου ανοσοφθορισμού και με ELISA. Είναι παρόντα στο 80% των ατόμων κατά τη διάγνωση. Πλέον έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από δοκιμασίες προσδιορισμού άλλων αυτοαντισωμάτων που στρέφονται κατά συγκεκριμένων πρωτεϊνών των νησιδίων του παγκρέατος.

Τα αυτοαντισώματα ΙΑΑ (κατά της ινσουλίνης) είναι τα πρώτα που εμφανίζονται κατά την έναρξη της νόσου ενώ μειώνεται η εμφάνισή τους με την αύξηση της ηλικίας. Ανιχνεύονται στο 80% των ασθενών κάτω των 10 ετών με υψηλότερους τίτλους στα παιδιά κάτω των 5 ετών και στο 60% ασθενών μεταξύ 10-20 ετών. Τα ΙΑΑ εμφανίζονται συνήθως μαζί με τα GAD65 (αυτοαντισώματα έναντι αποκαρβοξυλάσης του γλουταμινικού οξέος).

Τα αυτοαντισώματα κατά του GAD65 ανιχνεύονται στο 70% των ασθενών πριν την έναρξη της νόσου και στο 70-90% των ασθενών στην αρχή της νόσου. Επίσης είναι ο πιο ευαίσθητος δείκτης για το Διαβήτη τύπου 1 των ενηλίκων, καθώς και για το LADA (λανθάνων αυτοάνοσος διαβήτης των ενηλίκων) με εμφάνιση 90%.

Επιπλέον αυτοαντισώματα μπορεί να εμφανιστούν και να επηρεάσουν την εξέλιξη σε καθένα από τα στάδια της ανάπτυξης της νόσου. Τα αυτοαντισώματα κατά του αντιγόνου-2 των νησιδίων (ΙΑ2: islet antigen-2) πρωτεϊνικής φωσφατάσης της τυροσίνης εμφανίζονται σε ποσοστό 50-70% των παιδιών και εφήβων και σε ποσοστό 30-50% των ενηλίκων με πρόσφατα διαγνωσμένο Διαβήτη τύπου 1. Τα ΙΑ2 εμφανίζονται στο 50% των ατόμων με Διαβήτη τύπου 1 ακόμη και πριν την κλινική εκδήλωση της νόσου, ενώ είναι παρόντα σε μικρό ποσοστό και στο LADA.

Τα αντισώματα έναντι του μεταφορέα ψευδαργύρου ZnT8, είναι ανιχνεύσιμα στον ορό πολλών παιδιών στο προδιαγνωστικό στάδιο και παραμένουν έως την εκδήλωση του Διαβήτη τύπου 1. Μειώνονται γρήγορα τα πρώτα χρόνια μετά την έναρξη της νόσου. Ανιχνεύονται σε ένα 25% των ασθενών με LADA ακολουθώντας σε ποσοστό συχνότητας εμφάνισης τα GAD65.

H παρουσία πολλαπλών αυτοαντισωμάτων αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα για εκδήλωση της πάθησης. 70% των διαβητικών ατόμων έχουν τρία ή τέσσερα αυτοαντισώματα, ενώ μόνο το 10% έχει μόνο ένα αυτοαντίσωμα. Περίπου το 96% των ατόμων είναι θετικά για τουλάχιστον ένα από τα τέσσερα αυτοαντισώματα. Η διάρκεια του πρώτου σταδίου της παθογένεσης μπορεί να ποικίλλει από μερικούς μήνες έως και δεκαετίες. Όσο μεγαλύτερο είναι το άτομο κατά την εμφάνιση της αυτοανοσίας, όσο βραδύτερη η πρόοδος στην εμφάνιση πάνω από ένα αυτοαντίσωμα και όσο χαμηλότεροι είναι οι τίτλοι των ΙΑΑ, τόσο περισσότερο θα καθυστερήσει η κλινική έναρξη του Διαβήτη. Αντιθέτως όσο υψηλότεροι είναι οι τίτλοι των ΙΑΑ και ΙΑ2 αλλά όχι οι τίτλοι των GAD65 τόσο πιο πολύ αυξάνεται η πιθανότητα για κλινική εκδήλωση της νόσου στα προσεχή 5 έτη. Τα άτομα με αυτοαντισώματα ΙΑ2 ΚΑΙ ZnT8A τείνουν να εξελίσσονται πιο γρήγορα ως προς τη νόσο σε σχέση με τα άτομα χωρίς αυτά τα αυτοαντισώματα.

Η αυτοάνοση διεργασία είναι δυναμική και συνεχώς εξελισσόμενη

Ο ανοσολογικός έλεγχος που διενεργείται σε μια δεδομένη στιγμή αποτελεί ένα στιγμιότυπο και μόνο, αυτής της εξέλιξης. Έχοντας αυτό κατά νου, αντιλαμβανόμαστε ότι τα διάφορα αυτοαντισώματα δεν εμφανίζονται πάντα συγχρόνως επομένως οι προσδιορισμοί θα πρέπει να επαναλαμβάνονται. Επιπλέον πρέπει να θυμόμαστε ότι η εξαφάνιση των αυτοαντισωμάτων δε σημαίνει και την παύση της καταστροφής των β-κυττάρων. Για να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς την προγνωστική αξία των αυτοαντισωμάτων σε συγγενείς ασθενών με τουλάχιστον ένα αυτοαντίσωμα απαιτείται στενή παρακολούθηση με προσδιορισμό τους για αρκετά έτη.

Ο Διαβήτης τύπου 1 δεν είναι 100% κληρονομικός.

Δεν έχει εντοπιστεί ένα συγκεκριμένο γονίδιο που να προκαλεί τη νόσο.

Πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν τη νόσο χωρίς οικογενειακό ιστορικό.

Επίσης πολλά άτομα που φέρουν ένα αυτοαντίσωμα, ενδέχεται να μην αναπτύξουν ποτέ Διαβήτη. Είναι αδύνατο μα και οικονομικά ασύμφορο να ελεγχθούν όλοι καθώς οι διαγνώσεις θα ήταν ελάχιστες και τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα αρκετά. Προς το παρόν οι δοκιμασίες προσδιορισμού αντισωμάτων συνιστώνται μόνο σε όσους έχουν άμεσα μέλη της οικογένειας με διάγνωση Διαβήτη τύπου 1 ή σε όσους η διάγνωση είναι ασαφής.

Συμπερασματικά

Η εμφάνιση των αυτοαντισωμάτων για τον Διαβήτη τύπου 1 μπορεί να προηγείται της κλινικής εκδήλωσης της νόσου για χρόνια, ακόμη και δεκαετίες. Η ανίχνευση πολλαπλών αυτοαντισωμάτων αποτελεί ένα ισχυρό προγνωστικό παράγοντα για ανάπτυξη της νόσου. Ο συνδυασμός προσδιορισμού αυτοαντισωμάτων επιτρέπει την ταυτοποίηση του Διαβήτη τύπου 1 ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει σε 98% των περιπτώσεων.

Με πληροφορίες από την ΕΔΕ

Διαβάστε επίσης: Διαβήτης τύπου 1 στα παιδιά: Η βιταμίνη που μπορεί να τον αποτρέψει

Total
0
Shares
Σχετικά άρθρα