Σακχαρώδης διαβήτης: Η νόσος του αναπτυγμένου κόσμου

Τα βασικά στοιχεία του σακχαρώδους διαβήτη, τους διαφορετικούς τύπους του, αλλά και το πώς εντοπίζεται και θεραπεύεται, εξηγεί η ενδοκρινολόγος Ευτυχία Γ. Κούκκου.
diabetes-kit2
diabetes-kit2
Γράφει η Ευτυχία Γ. Κούκκου, Ενδοκρινολόγος, διευθύντρια ΕΣΥ, υπεύθυνη του Εξωτερικού Ενδοκρινολογικού Ιατρείου Κύησης στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας, Διαβήτου και Μεταβολισμού Νοσοκομείο – Μαιευτηρίο «Ελενα Βενιζέλου»
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι συχνή νόσος. Υπολογίζεται, με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Οργάνωσης για τον Διαβήτη (IDF Diabetes Atlas-sixth edition, 2013), ότι περίπου 382 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 20-79 ετών, πάσχουν από Σ.Δ. παγκοσμίως, συχνότητα 8,3%. Στην Ελλάδα, η συχνότητα της νόσου είναι 7% και υπολογίζεται ότι περίπου 600.000 άτομα πάσχουν από Σ.Δ. Γενικά, ο διαβήτης είναι συχνότερος στον αναπτυγμένο κόσμο (ιδιαίτερα ο διαβήτης τύπου 2).
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι διαβήτη. Συγκεκριμένα:
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1): Οφείλεται σε καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και είναι λιγότερο συχνός από τον ΣΔτ2. Στην Ελλάδα, η επίπτωσή του είναι περίπου 10 νέες περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα κατ’ έτος. Εμφανίζεται συνήθως σε νεαρότερες ηλικίες, με οξεία εμφάνιση, και οι πάσχοντες έχουν απόλυτη ανάγκη από εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης για να επιβιώσουν. Ο τύπος αυτός του Σ.Δ. παλαιότερα ήταν γνωστός και ως ινσουλινοεξαρτώμενος Σ.Δ. ή νεανικός Σ.Δ.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2): Οφείλεται στην ανάπτυξη ινσουλινοαντίστασης, δηλαδή μη επαρκούς ανταπόκρισης του β-κυττάρου για την έκκριση της ινσουλίνης που απαιτείται για την αντιμετώπιση των μεταβολικών αναγκών. Περιλαμβάνει όλο το φάσμα συνδυασμών από την κατ’ εξοχήν αντίσταση στην ινσουλίνη, με σχετικά μικρή έλλειψη ινσουλίνης, μέχρι τη σημαντική μείωση της έκκρισης ινσουλίνης, με μικρότερη αντίσταση. Αποτελεί το 90% των περιπτώσεων Σ.Δ. και φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με την αύξηση της παχυσαρκίας και τον λεγόμενο δυτικό τρόπο ζωής που περιλαμβάνει τη διαβίωση στα μεγάλα αστικά κέντρα, τον ανθυγιεινό τρόπο διατροφής και την καθιστική ζωή. Ο τύπος αυτός του Σ.Δ. παλαιότερα ήταν γνωστός και ως μη ινσουλινοεξαρτώμενος Σ.Δ. ή γεροντικός Σ.Δ.
Οι δύο τύποι διαβήτη αποτελούν ξεχωριστές νοσολογικές οντότητες, με διαφορετική αιτιολογία. Ομως, έχουν κοινό χαρακτηριστικό τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα, όπως πολυουρία, πολυδιψία, ξηροστομία, πιθανόν πολυφαγία, απώλεια βάρους, κόπωση και αδυναμία, καθώς και κράμπες, διαταραχές αισθητικότητας (σε προχωρημένα στάδια) και συχνότερες λοιμώξεις.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση του διαβήτη είναι εύκολη όταν υπάρχουν τα κλασικά συμπτώματα, όπως πολυδιψία, πολυουρία και ανεξήγητη απώλεια βάρους. Η μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος είναι απαραίτητη και επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Η διάγνωση βγαίνει επίσης εύκολα όταν ο ασθενής παρουσιάζεται με συμπτώματα και σημεία διαβητικής κετοξέωσης.
Πολύ πρόσφατα προτάθηκε η χρησιμοποίηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) για τη διάγνωση του Σ.Δ.
Ο σκοπός της έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας του διαβήτη είναι η πρόληψη των επιπλοκών του, οι οποίες διακρίνονται σε άμεσες και επείγουσες και μακροχρόνιες. Οι οξείες επείγουσες επιπλοκές είναι:
α) η απότομη μεγάλη αύξηση των επιπέδων του σακχάρου αίματος (>400-500mg/dl ) που μπορεί να οδηγήσει και σε θάνατο μέσω κετοξέωσης ή υπεροσμωτικού κώματος και
β) η υπογλυκαιμία, δηλαδή η μεγάλη πτώση των επιπέδων γλυκόζης του αίματος (<40 mg/dl).
Οι χρόνιες επιπλοκές του Σ.Δ. είναι αποτέλεσμα των αυξημένων επιπέδων του σακχάρου που παραμένουν και δρουν επί μακρόν προκαλώντας βλάβη στα αγγεία. Διακρίνονται σε μικροαγγειακές (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, διαβητική νεφροπάθεια, διαβητική νευροπάθεια) και μακροαγγειακές. Στις επιπλοκές αυτές οφείλεται η αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από Σ.Δ. (ισχαιμική νόσος, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, απώλεια της όρασης, νεφρική ανεπάρκεια, ακρωτηριασμοί).
Η θεραπεία
Σκοπός της θεραπείας του Σ.Δ. είναι η επαναφορά των επιπέδων του σακχάρου του αίματος στα φυσιολογικά όρια. Αυτό επιτυγχάνεται αφενός με μείωση της «αντίστασης» του οργανισμού στην ινσουλίνη κι αφετέρου με αύξηση της συγκέντρωσης της ινσουλίνης στο αίμα.
Η σωστή, ισορροπημένη διατροφή, η άσκηση και η απώλεια του πλεονάζοντος βάρους είναι η βάση κάθε αντιδιαβητικής θεραπείας.
Στον ΣΔτ1 η εξωγενής χορήγηση ινσουλίνης είναι απαραίτητη και γίνεται είτε με υποδόρια ένεση είτε με συσκευή συνεχούς υποδόριας έγχυσης (αντλία ινσουλίνης). Σήμερα χρησιμοποιούνται σκευάσματα ινσουλίνης που είτε είναι όμοια με την ανθρώπινη ινσουλίνη και παράγονται με την τεχνική ανασυνδυασμένου DNA, είτε τα ανάλογα ινσουλίνης μακράς ή υπερβραχείας δράσης. Τα σκευάσματα αυτά έχουν διαφορετικές φαρμακοκινητικές ιδιότητες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμούς μεταξύ τους. Ετσι, ένα θεραπευτικό σχήμα μπορεί να περιλαμβάνει από μία έως και τέσσερις ή πέντε ενέσεις ινσουλίνης την ημέρα.
Στον ΣΔτ2 τα αντιδιαβητικά δισκία είναι το πρώτο βήμα της φαρμακευτικής αγωγής. Τα υπάρχοντα σήμερα αντιδιαβητικά δισκία μπορούν να διακριθούν σε τρεις μεγάλες ομάδες, ανάλογα με τον τρόπο δράσης τους:
α) Τα δισκία που «ευαισθητοποιούν» τους ιστούς στην ινσουλίνη, δηλαδή μειώνουν την αντίσταση, και συνιστώνται ως το πρώτο βήμα στη φαρμακευτική αγωγή. Στην ομάδα αυτήν ανήκουν τα διγουανίδια με κύριο εκπρόσωπο τη μετφορμίνη και οι γλιταζόνες με κύριο εκπρόσωπο την πιογλιταζόνη.
β) Τα «ινσουλινοεκκριτικά» τα οποία διεγείρουν το πάγκρεας να εκκρίνει περισσότερη ινσουλίνη. Στην ομάδα αυτήν ανήκουν οι σουλφονυλουρίες, οι μεγλιτινίδες και οι νεότεροι αναστολείς του ενζύμου DDP-4 ή γλιπτίνες. Με αρκετούς εκπροσώπους η καθεμία, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε συνδυασμούς.
γ) Τα «γλυκοζοουρικά» γλιφλοζίνες, τα οποία αυξάνουν την απέκκριση της γλυκόζης στα ούρα.
Μια άλλη, σχετικά νέα, κατηγορία φαρμάκων για τη θεραπεία του ΣΔτ2 είναι τα ενέσιμα «ινκρετινο-μιμητικά», τα οποία διεγείρουν και αυτά την έκκριση της ινσουλίνης. Τα διαθέσιμα σκευάσματα χορηγούνται με υποδόρια ένεση μία ή δύο φορές την ημέρα, ενώ πρόκειται να κυκλοφορήσει και εβδομαδιαίο σκεύασμα.
Η χρήση ινσουλίνης είναι μερικές φορές απαραίτητη στη ρύθμιση του ΣΔτ2, όταν οι παραπάνω θεραπευτικοί παράγοντες δεν επαρκούν για τη ρύθμιση της σακχαραιμίας.
Η διατροφή
Η παρακολούθηση του ασθενούς με Σ.Δ. πρέπει να γίνεται από ειδικό γιατρό, ενδοκρινολόγο ή παθολόγο. Εξέταση από καρδιολόγο, οφθαλμίατρο, νεφρολόγο ή και νευρολόγο είναι συχνά απαραίτητη στο πλαίσιο διερεύνησης ή αντιμετώπισης των επιπλοκών.
Σωστές διατροφικές συμβουλές όσον αφορά την ποιότητα, την ποσότητα αλλά και το ωράριο των γευμάτων είναι απαραίτητες, και η συμβολή διατροφολόγου είναι καίρια. Η άσκηση πρέπει να ενθαρρύνεται σε όλους τους ασθενείς, ανάλογα με την ηλικία και τη φυσική τους κατάσταση.
Ο αυτοέλεγχος του σακχάρου αίματος με συσκευές αυτοελέγχου τριχοειδικού αίματος είναι απαραίτητος επί ΣΔτ1 και επί ΣΔτ2 που θεραπεύεται με ενέσεις ινσουλίνης. Στον ΣΔτ2 που αντιμετωπίζεται με αντιδιαβητικά δισκία ο αυτοέλεγχος δεν είναι απαραίτητος και πρέπει να περιορίζεται και να εξατομικεύεται.
Τι είναι
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (Σ.Δ.) είναι χρόνια μεταβολική νόσος που εμφανίζεται όταν το σώμα δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη (απόλυτη έλλειψη) ή τα κύτταρα του σώματος δεν ανταποκρίνονται στην υπάρχουσα ινσουλίνη (σχετική έλλειψη).
Η ινσουλίνη παράγεται από το πάγκρεας, και είναι η ορμόνη που επιτρέπει στη γλυκόζη (το «σάκχαρο») να εισέλθει στα διάφορα κύτταρα του οργανισμού όπου θα χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας. Οταν η ινσουλίνη δεν υπάρχει ή δεν καλύπτει τις ανάγκες του οργανισμού, η γλυκόζη παραμένει και κυκλοφορεί στο αίμα σε αυξημένες συγκεντρώσεις.
Οι ομάδες υψηλού κινδύνου
 Εκτός από τις περιπτώσεις κλινικής υποψίας, προσυμπτωματικός έλεγχος (screening) με μέτρηση της γλυκόζης νηστείας προτείνεται στις περιπτώσεις που υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης ΣΔτ2 όπως:
-μεγαλύτερη ηλικία (≥45 έτη),
-παχυσαρκία (Δείκτης Μάζας Σώματος >30 kg/m2) και μάλιστα κεντρική παχυσαρκία (Περιφέρεια μέσης ≥102 cm για τους άνδρες και ≥88 cm για τις γυναίκες),
-οικογενειακό ιστορικό διαβήτη σε γονείς, αδέλφια, παιδιά,
-ιστορικό υπέρτασης ή καρδιαγγειακής νόσου,
-ιστορικό διαβήτη κύησης ή/και ιστορικό γέννησης παιδιών με σωματικό βάρος >4 kg,
-γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και, τέλος,
-επί λήψης φαρμάκων που προδιαθέτουν σε αύξηση της γλυκόζης αίματος όπως στατίνες, θειαζίδες ή β-αναστολείς.
Πηγή: efsyn.gr
Total
0
Shares
Σχετικά άρθρα
Διαβήτης τύπου 2 σε κορίτσι 3 ετών
Περισσότερα

Ο διαβήτης τύπου 2 μπορεί να εμφανιστεί και σε παιδιά!

Διαβήτης τύπου 2 (των ενηλίκων) σε κορίτσι 3 ετών: Η παρουσίαση του περιστατικού προκάλεσε αίσθηση στο 51ο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας που γίνεται στη Στοκχόλμη
ομάδα αίματος
Περισσότερα

Πες μου την ομάδα αίματός σου, να σου πω αν θα εμφανίσεις διαβήτη!

Μία πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Diabetologia» καταδεικνύει ότι ο ατομικός κίνδυνος εκδήλωσης διαβήτη τύπου ΙΙ…