Οι ινκρετίνες και η σχέση τους με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

incretin effect
incretin effect

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μία ετερογενής και προοδευτικά εξελισσόμενη νόσος  και η προσπάθεια της θεραπευτικής αντιμετώπισης χρονολογείται από πολύ παλαιά. Ορόσημο στη θεραπεία του διαβήτη ήταν η ανακάλυψη της ινσουλίνης το 1922 και η εισαγωγή της στην κλινική πράξη.
Όμως, παρά τη συνεχή εισαγωγή νέων θεραπευτικών μέσων στην αντιμετώπιση του διαβήτη, μεγάλος αριθμός διαβητικών παραμένει ακόμη και σήμερα αρρύθμιστος. Στόχος μας λοιπόν πρέπει να είναι η όσο καλύτερη αντιμετώπιση του σακχάρου, δεδομένου ότι είναι πλέον σίγουρο ότι, όσο νωρίτερα και όσο καλύτερα αντιμετωπίσει κανείς τα επίπεδα της γλυκόζης, τόσο μειώνεται και η πιθανότητα εμφάνισης ή εξέλιξης των επιπλοκών που σχετίζονται με το διαβήτη.
Δύο ορμόνες είναι υπεύθυνες για την ομοιοστασία της γλυκόζης: η ινσουλίνη (εκκρίνεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος) και η γλυκαγόνη (εκκρίνεται από τα α-κύτταρα του παγκρέατος). Η ισορροπία μεταξύ ινσουλίνης και γλυκαγόνης προσδιορίζει κάθε στιγμή το γλυκαιμικό προφίλ του οργανισμού.
Η έκκριση όμως, αυτών των ορμονών εξαρτάται και από κάποια άλλα πεπτίδια που εκκρίνονται από το έντερο. Τα πεπτίδια αυτά ονομάζονται ινκρετίνες και παράγονται από κύτταρα του εντερικού σωλήνα.
Οι σημαντικότερες ινκρετίνες που σχετίζονται με το μεταβολισμό της γλυκόζης είναι δύο: η GLP-1(Glucagon-Like Peptide-1) και η GIP (Gastric Inhibitory Polypeptide).
Το 1964 δύο ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες περιγράφουν το  «φαινόμενο της ινκρετίνης» το οποίο αναφέρεται στην ενίσχυση της γλυκοζοεξαρτώμενης έκκρισης ινσουλίνης που προκαλείται από τις ινκρετίνες.
Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 παρουσιάζουν σχεδόν πλήρη απώλεια του φαινόμενου της ινκρετίνης και σχετικές μελέτες έδειξαν ότι άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 παρουσιάζουν σημαντικά μειωμένη έκκριση GLP-1.
Εκτός  από την δράση στα β- και α-κύτταρα του παγκρέατος, αναφέρονται και δράσεις σε διάφορους άλλους ιστούς που συμβάλλουν στην ομοιοστασία της γλυκόζης.
Το GLP-1 λοιπόν: επιβραδύνει τον ρυθμό κένωσης του στομάχου, αυξάνει το αίσθημα κορεσμού και μειώνει την Πρόσληψη Τροφής, δρώντας στα αντίστοιχα υποθαλαμικά κέντρα με αποτέλεσμα την σημαντική μείωση του βάρους. Αναστέλλει. Επίσης, την απόπτωση των β-κυττάρων, διεγείρει τον πολλαπλασιασμό τους και προάγει τη νεογένεση των νησιδίων από άλλα πρόδρομα παγκρεατικά κύτταρα.
 
Ποια είναι η θέση των Ινκρετινών στη Θεραπεία του Σακχαρώδη Διαβήτη?
Η χρήση όμως του GLP-1 στην κλινική πράξη είναι δύσκολη, αφού ο χρόνος ημίσειας ζωής του είναι μόνο 1-2 λεπτά, επειδή καταβολίζεται πολύ γρήγορα από το ένζυμο DPP-IV (διπεπτιδική–πεπτιδάση). Για να αντιμετωπισθεί το μεγάλο αυτό μειονέκτημα του ενδογενούς GLP-1 η φαρμακευτική έρευνα ανέπτυξε φάρμακα με δράση GLP-1 ανθεκτικά, όμως, στην δράση του DPP-IV, καθώς και φάρμακα που αναστέλλουν τη δράση του ενζύμου DPP-IV.
Τα πρώτα ονομάσθηκαν αγωνιστές ή μιμητικά του GLP-1, χορηγούμενα 1-2 φορές την ημέρα υποδορίως, τα δε δεύτερα ονομάζονται αναστολείς DPP-IV και χορηγούνται per os 1-2 φορές ημερησίως.
Η συχνότητα χορήγησης των αγωνιστών του GLP-1 διαφέρει μεταξύ των διαφόρων σκευασμάτων, αναλόγως της διάρκειας δράσης τους. Σήμερα, στην παγκόσμια αγορά κυκλοφορούν τέσσερα σκευάσματα: η Εξενατίδη (βραχείας δράσης μιμητικό του GLP-1 που χορηγείται δις ημερησίως), ηΛιραγλουτίδη (ανάλογο του GLP-1 μακράς δράσης που χορηγείται άπαξ ημερησίως), η Λισιξενατίδη(βραχείας δράσης μιμητικό του GLP-1 που χορηγείται άπαξ ημερησίως) και η Εξενατίδη LAR (εξενατίδη παρατεταμένης δράσης με χορήγηση άπαξ την εβδομάδα), με  τα δύο τελευταία να μην  κυκλοφορούν ακόμη στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τους αναστολείς DPP-IV, σήμερα, στην παγκόσμια αγορά κυκλοφορούν η σιταγλιπτίνη, ηβιλνταγλιπτίνη, η σαξαγλιπτίνη και η λιναγλιπτίνη. Η τελευταία δεν κυκλοφορεί ακόμη στην Ελλάδα, ενώ οι δύο πρώτες κυκλοφορούν παράλληλα και σε έτοιμο συνδυασμό με τη μετφορμίνη.
Τόσο οι αγωνιστές του GLP-1 όσο και οι αναστολείς του ενζύμου DPP-IV φαίνεται να είναι  χρήσιμα φάρμακα που ενισχύουν την θεραπευτική μας προσπάθεια όσον αφορά την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και μπορεί να χορηγηθούν είτε σαν μονοθεραπείες, είτε σε συνδυασμό με άλλα αντιδιαβητικά δισκία ή/και με ινσουλίνη
Βοηθούν όχι μόνο στη γλυκαιμική ρύθμιση, αλλά παράλληλα και στην απώλεια σωματικού βάρους, πράγμα το οποίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο για να επιτευχθούν οι μεταβολικοί θεραπευτικοί στόχοι που ήταν και είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν.
Πηγή: kartadiaviti.gr

Total
0
Shares
Σχετικά άρθρα