“Οι πιο όμορφοι άνθρωποι είναι αυτοί που έχουν γνωρίσει την ήττα, που έχουν υποφέρει, που έχουν παλέψει, που έχουν νιώσει την απώλεια και έχουν βρει την έξοδο από αυτά τα βάθη. Αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν ευγνωμοσύνη, έχουν ευαισθησία και κατανοούν τη ζωή με τρόπο που τους γεμίζει με ευσπλαχνία, τρυφερότητα, βαθιά αγάπη και φροντίδα. Οι όμορφοι άνθρωποι δεν προκύπτουν απλώς.” – Κιούμπλερ Ρος
Οι ασθενείς με χρόνια ή μη ιάσιμα νοσήματα πολλές φορές έρχονται αντιμέτωποι με συναισθήματα θλίψης και θυμού. Έχουν να αντιμετωπίσουν μια μεγάλη αλλαγή, η οποία όταν πρωτοεμφανίζεται προκαλεί συναισθηματικό πόνο και σύγχυση. Η συμβολή της ψυχιάτρου Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ Ρος στο συναισθηματικό ταξίδι των ασθενών αυτών υπήρξε πολύ σημαντική.
Για πολλά χρόνια οι ιατροί αντιμετώπιζαν τους ασθενείς με χρόνιες και μη ιάσιμες ασθένειες ως ντροπή. Κάποιος που δεν μπορούσε να θεραπευτεί ήταν απόδειξη της αδυναμίας των ιατρών, έτσι συχνά τον απέφευγαν με τη δικαιολογία ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο. Δυσαρεστημένη από την αντιμετώπιση αυτή των ιατρών, η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ Ρος ήταν αυτή που – φέρνοντας για πρώτη φορά τις έννοιες της θλίψης, της απώλειας και του θανάτου στην επιφάνεια και μιλώντας γι’ αυτές με όρους που μπορούμε να καταλάβουμε – αφιέρωσε τη ζωή της στη μελέτη και ανακούφιση ασθενών με χρόνιες και τερματικές νόσους.
Η Κιούμπλερ Ρος γεννήθηκε στην Ελβετία το 1926 ως τρίδυμη, μαζί με τις δύο αδελφές της Έρικα και Εύα. Από πολύ μικρή ήθελε να γίνει ιατρός, κάτι που συνάντησε την αντίδραση του πατέρα της και την οδήγησε να φύγει από το σπίτι της στα 16. Ανάμεσα σε πολλές δουλειές που έκανε για να επιβιώσει, ασχολήθηκε και με την ψυχολογική υποστήριξη προσφύγων που βρέθηκαν στη Ζυρίχη κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και αργότερα επισκέφθηκε το στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης Μαϊντάνεκ. Κυνηγώντας τα όνειρά της, το 1957 αποφοίτησε από την ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Μάνουελ Ρος και μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου γέννησε τα δύο της παιδιά και δούλεψε για το υπόλοιπο της ζωής της παράγοντας σημαντικό έργο, διδάσκοντας σε πανεπιστήμια και σεμινάρια και γράφοντας πάνω από 20 βιβλία.
Στο πολυσυζητημένο βιβλίο της ‘Οn Death and Dying’ μας αποκαλύπτει το πλέον διάσημο μοντέλο των 5 σταδίων που περνάει κάποιος για να φτάσει στην αποδοχή της νόσου, της απώλειας και του θανάτου ή αλλιώς ‘Τα 5 στάδια της θλίψης’: Άρνηση, Θυμός, Διαπραγμάτευση, Κατάθλιψη, Αποδοχή.
1. Άρνηση
Η πρώτη αντίδραση που έχει κάποιος στο άκουσμα άσχημων νέων (θάνατος, ασθένεια) είναι να αρνηθεί την πραγματικότητα της κατάστασης, ένας μηχανισμός άμυνας που εξισορροπεί το αρχικό σοκ. Είναι μια προσωρινή αντίδραση που μας βοηθάει να αντέξουμε το πρώτο κύμα πόνου.
2. Θυμός
Καθώς η άρνηση αρχίζει να υποχωρεί, η πραγματικότητα και ο πόνος επανέρχονται. Ανέτοιμοι ακόμα να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει, το μετατρέπουμε σε θυμό ο οποίος βρίσκει διέξοδο σε αντικείμενα, φίλους, οικογένεια. Λογικά αναγνωρίζουμε ότι δεν φταίει κάποιος για την κατάσταση και έτσι δημιουργούνται ενοχές που οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερο θυμό (ο ιατρός που διέγνωσε την ασθένεια είναι συνήθως ένας βολικός στόχος).
“Είναι σημαντικό να νιώσουμε θυμό χωρίς να τον κρίνουμε, χωρίς να προσπαθούμε να βρούμε νόημα σ ’αυτόν”, μας λέει η Κιούμπλερ Ρος. “Μπορεί να πάρει πολλές μορφές: θυμός για το σύστημα υγείας, για τη ζωή, για τον αγαπημένο μας που φεύγει. Η απώλεια είναι άδικη. Ο θυμός είναι μια φυσική αντίδραση στην αδικία της απώλειας”.
3. Διαπραγμάτευση
Η φυσιολογική αντίδραση σε συναισθήματα που μας κάνουν να νιώθουμε ευάλωτοι και αβοήθητοι είναι συνήθως η ανάγκη επανάκτησης του ελέγχου: σκεφτόμαστε αν κάναμε ότι περνούσε από το χέρι μας, αν θα μπορούσαμε να είχαμε ζητήσει ιατρική συμβολή νωρίτερα, να πάρουμε μια δεύτερη γνώμη κλπ. Κάνουμε έναν εσωτερικό συμβιβασμό για να αποφύγουμε το αναπόφευκτο.
4. Κατάθλιψη
Υπάρχουν δύο είδη κατάθλιψης που συνδέονται με την ασθένεια ή το πένθος. Το πρώτο έχει να κάνει με πρακτικές δυσκολίες όπως για παράδειγμα πως θα ανταποκριθούμε οικονομικά. Αυτή η φάση μπορεί εύκολα να κατευναστεί με υποστήριξη από αγαπημένα πρόσωπα και τη διαβεβαίωση ότι όλα θα πάνε καλά. Το δεύτερο είδος κατάθλιψης είναι κάπως πιο προσωπικό: ‘Δεν έχω λόγο να προσπαθήσω για τίποτα’ , ‘Ποιο το νόημα αφού θα πεθάνω’ κλπ.
5. Αποδοχή
Στη φάση αυτή έρχεται η αποδοχή της θνητότητας και του αναπόφευκτου. Δεν είναι μια κατάσταση χαράς, διακατέχεται όμως από ηρεμία, ενδοσκόπηση, σταθερά συναισθήματα και την σκέψη πως όλα θα πάνε καλά.
“Μάθε ν’ ακούς τη σιωπή μέσα σου και να ξέρεις ότι καθετί σ’ αυτή τη ζωή έχει κάποιο σκοπό. Δεν υπάρχουν λάθη, ούτε συμπτώσεις, καθετί που συμβαίνει είναι ένα δώρο που μας δίνεται για να μάθουμε κάτι απ’ αυτό”.
Με την πάροδο των χρόνων, αποκαλύφθηκε πως ο συναισθηματικός αυτός κύκλος δεν έβρισκε εφαρμογή μόνο στους ασθενείς οι οποίοι έπασχαν από ανίατες ή τερματικές νόσους, αλλά και σε ανθρώπους οι οποίοι ήταν αποδέκτες άσχημων νέων, όπως πχ κάποιος που έχανε τη δουλειά του ή με άλλα λόγια σε ανθρώπους που επηρεάζονταν αρνητικά από κάποια αλλαγή. Ο σημαντικός παράγοντας δεν ήταν αν η αλλαγή αυτή ήταν καλή ή κακή αλλά το γεγονός ότι οι ίδιοι την αντιλαμβάνονταν ως ένα εξαιρετικά αρνητικό γεγονός.
Κατά τη διάρκεια της συνεχούς της έρευνας, η Κιούμπλερ Ρος γνώρισε και συνεργάστηκε με την Σίσελι Σώντερς, ιδρύτρια του κινήματος κέντρων περίθαλψης (hospice), μια φιλοσοφία που στόχο έχει την ανακούφιση και υποστήριξη των ασθενών με ανίατες και τερματικές νόσους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις συναισθηματικές τους ανάγκες. Η ίδια μεταφέρθηκε σε hospice το 2002 και απεβίωσε μετά από δύο χρόνια περιτριγυρισμένη από τα παιδιά και τα εγγόνια της.
Ακόμα και αν κάποιοι ερευνητές έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για το κατά πόσο το μοντέλο των 5 σταδίων περιγράφει με ακρίβεια την εμπειρία του θανάτου και γενικά της θλίψης, κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι το έργο της Κιούμπλερ Ρος οδήγησε σε μεγάλη βελτίωση στον τρόπο που οι ασθενείς αντιμετωπίζονται ακόμα και σήμερα, δίνοντάς τους τον χώρο να ζήσουν αρμονικά και αγκαλιάζοντας τους φόβους και τις ελπίδες τους.
“Μόνο όταν πραγματικά ξέρουμε και έχουμε καταλάβει ότι ο χρόνος μας στη γη είναι περιορισμένος – και πως δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πότε ο χρόνος αυτός θα τελειώσει – μπορούμε να ξεκινήσουμε να ζούμε κάθε μέρα γεμάτη, σαν να ήταν η μοναδική που έχουμε”.