Τα τελευταία χρόνια, η τάση η οποία διαμορφώνεται όσον αφορά στη θεραπεία του διαβήτη, είναι η έγκαιρη έναρξη της χορήγηση ινσουλίνης. Όπως σημειώνει η ιατρική κοινότητα, η χορήγηση ινσουλίνης, σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να θεωρείται ως επιδείνωση του διαβήτη.
Σύμφωνα μάλιστα με την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία η εκτίμηση, ότι αν χορηγηθεί ινσουλίνη τότε αυτό συνεπάγεται επιδείνωση του διαβήτη, είναι ένας μύθος. Ο διαβήτης είναι μια σοβαρή πάθηση, ανεξάρτητα από τον τρόπο αντιμετώπισής του, αν και δυστυχώς ελάχιστοι άνθρωποι το κατανοούν. Αυτό ισχύει επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο τα άτομα με διαβήτη, παρά την εκδήλωση της νόσου, να αισθάνονται καλά (ή να αγνοούν συμπτώματα όπως η δίψα και η κόπωση), οπότε ίσως θεωρούν ότι απλά έχουν λίγο «αυξημένα» επίπεδα του σακχάρου ή ότι πάσχουν από κάποια άλλη πάθηση που να ακούγεται πιο «ήπια».
Στην πραγματικότητα, ακόμα και ελαφρώς ανεβασμένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μπορούν μακροχρόνια να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στον οργανισμό, δηλαδή να καταστρέψουν τα μικρά αγγεία στα μάτια (αμφιβληστροειδοπάθεια), στα νεφρά (νεφροπάθεια), στα πόδια (διαβητικό πόδι) ή τα μεγάλα αγγεία προκαλώντας βλάβη στην καρδιά. Το σημαντικό είναι να διασφαλιστεί ότι τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα είναι υπό έλεγχο, είτε αυτό απαιτεί κάποια δίαιτα, άσκηση, αντιδιαβητικά φάρμακα, ινσουλίνη, ή τον συνδυασμό όλων αυτών.
Σύμφωνα με τον Δρ Ιωάννη Ιωαννίδη, Παθολόγο με εξειδίκευση στον Διαβήτη και πρόεδρο της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, το ζητούμενο είναι να ρυθμίζεται ο διαβήτης στα επιθυμητά επίπεδα. Εάν αυτό μετά από ένα διάστημα, ειδικά στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, δεν επιτευχθεί, επιβάλλεται η έναρξη της χορήγησης ινσουλίνης. Είναι αυτό το οποίο αναφέρουμε ως έγκαιρη έναρξη χορήγησης ινσουλίνης, δηλαδή τη στιγμή που πρέπει και όχι καθυστερημένα, προκειμένου να αποφύγουμε τις επιπλοκές από την ασθένεια.
Φυσικά δεν απαγορεύεται η έναρξη της ινσουλίνης εφόσον κάποιος θέλει να απλοποιήσει τη διαδικασία της θεραπείας του, καθώς η θεραπεία με αντιδιαβητικά δισκία τις περισσότερες φορές περιλαμβάνει κάποια πολύπλοκα σχήματα με διαφορετικά χάπια.
Παράλληλα, όπως σημειώνει η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, η ινσουλίνη δεν πρέπει να θεωρείται ως η «τελευταία» θεραπευτική λύση. Παρόλο που ορισμένοι εξαντλούν κάθε δυνατή θεραπεία για την αντιμετώπιση του διαβήτη πριν καταφύγουν στη χρήση ινσουλίνης, αυτό ίσως δεν είναι και η καλύτερη στρατηγική. Μέχρι κάποιο άτομο με διαβήτη τύπου 2 αρχίσει ινσουλινοθεραπεία, ενδέχεται να έχει ήδη εμφανίσει επιπλοκές που σχετίζονται με τη νόσο, εξαιτίας της κακής ρύθμισης του σακχάρου στο αίμα. Επειδή τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής, εγκεφαλικού επεισοδίου και άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας, δεν πρέπει να χάνεται χρόνος σε θεραπείες που δεν επιτυγχάνουν να θέσουν υπό έλεγχο τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα.
Στην πραγματικότητα, η έγκαιρη έναρξη θεραπείας με ινσουλίνη ενδέχεται να αποτρέπει τις όποιες επιπλοκές, συμβάλλει στην καλύτερη αποτελεσματικότητα των από του στόματος αντιδιαβητικών δισκίων (και για περισσότερο χρόνο) και σας επιτρέπει να χρησιμοποιείτε πιο απλά θεραπευτικά σχήματα ινσουλίνης για μεγαλύτερη χρονική περίοδο.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι, πολλοί ασθενείς δεν αισθάνονται άνετα με τη χορήγηση ινσουλίνης λόγω της αίσθησης που έχουν ότι αυτό θα απαιτεί πολλές ενέσεις καθημερινά. Εδώ θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι, όταν απαιτείται έναρξη ινσουλινοθεραπείας, συνήθως γίνεται με μια ένεση την ημέρα, το βράδυ πριν την κατάκλιση. Και στις περισσότερες περιπτώσεις συνδυάζεται με τη χορήγηση από του στόματος αντιδιαβητικών δισκίων.
Ωστόσο, αν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι ακόμη πολύ υψηλά μετά από τα γεύματα, ίσως χρειαστεί να λαμβάνετε μια ή περισσότερες ενέσεις ινσουλίνης πριν τα γεύματα, ίσως χρειαστεί να λαμβάνετε μια ή περισσότερες ενέσεις ινσουλίνης πριν τα γεύματα.
Πηγή: http://www.skai.gr/