Ο προϋπάρχων Διαβήτης, αν δεν έχει αντιμετωπισθεί επαρκώς πριν την κύηση, αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης προβλημάτων στο μωρό. Τα προβλήματα αυτά μπορούν να χωριστούν σε
• Περιγεννητικά (δηλαδή εμφανίζονται πριν ή αμέσως μετά τον τοκετό)
• Μακροπρόθεσμα
Τα περιγεννητικά προβλήματα περιλαμβάνουν:
1. Περιγεννητική Θνησιμότητα
Η περιγεννητική περίοδος εκτείνεται από τους τρεις μήνες πριν από την Πιθανή Ημερομηνία Τοκετού μέχρι και τη συμπλήρωση του πρώτου μήνα μετά τον τοκετό. Η θνησιμότητα των μωρών κατά την περίοδο αυτή είναι εξαιρετικά υψηλή στις περιπτώσεις, που ο Διαβήτης δεν ελέγχεται επαρκώς.
Χαρακτηριστικό είναι, πως η περιγεννητική θνησιμότητα μειώθηκε κατά 30 φορές αφενός χάρη στη χορήγηση ινσουλίνης από το 1922, αφετέρου χάρη τη δημιουργία των Μονάδων Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών τη δεκαετία του 1970, αλλά και των προόδων στον τομέα της Νεογνολογίας.
Η περιγεννητική θνησιμότητα, που αφορά μωρά διαβητικών γυναικών οφείλεται σε:
- Ανατομικές ανωμαλίες
- Αναπνευστική Δυσχέρεια
- Προωρότητα
2. Τραυματισμός του νεογνού στον τοκετό
Τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα της διαβητικής μητέρας, ως αποτέλεσμα έχουν το μωρό μέσω του πλακούντα να δέχεται μεγαλύτερες ποσότητες σακχάρου, από αυτές, που έχει ανάγκη, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ενεργειακές του ανάγκες. Το επιπλέον σάκχαρο μετατρέπεται σε λίπος και τα μωρά διαβητικών μητέρων, αν η νόσος δεν έχει τεθεί υπό ικανοποιητικό έλεγχο, παρουσιάζουν μακροσωμία, είναι δηλαδή μεγαλύτερα του μέσου όρου.
Η κατάσταση αυτή αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης δυστοκίας ώμων και τραυματισμού του νεογνού κατά τον τοκετό.
3. Πολυκυτταραιμία
Η νόσος αυτή χαρακτηρίζεται από την υπερβολική αύξηση του πληθυσμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα του μωρού και ονομάζεται και πολυερυθραιμία. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι τα κύτταρα του αίματος, που μεταφέρουν οξυγόνο από στους ιστούς.
Τα υπερβολικά υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα της μητέρας συνδέονται με μία κατάσταση, που ονομάζεται υποξία του μωρού. Ο όρος υποξία χαρακτηρίζει την ανεπάρκεια των επιπέδων οξυγόνου στο αίμα του μωρού.
Η ανεπάρκεια των επιπέδων οξυγόνου στο αίμα του μωρού, οδηγούν στην παραγωγή από τον οργανισμό του μίας ορμόνης, που ονομάζεται ερυθροποιητίνη. Η έκκριση της ορμόνης προκαλεί την αύξηση της παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Ο υπερβολικά υψηλός πληθυσμός ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα του μωρού το καθιστούν πιο «πηχτό» και «παχύρρευστο». Κατά συνέπεια η ροή του αίματος στα αγγεία καθίσταται δυσχερής, ενώ, η ροή στα αιμοφόρα αγγεία μικρής διαμέτρου, ενδέχεται ακόμα και να ανασταλεί εντελώς, οπότε και μιλάμε για ισχαιμία.
Η ισχαιμία προκαλεί αλλοιώσεις στη λειτουργία των οργάνων του σώματος και ειδικά των νεφρών και του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός). Η αλλοιώσεις αυτές ενδέχεται να είναι μόνιμες, ενώ η έκτασή τους εξαρτάται από το πλήθος των μικρών αγγείων, εντός των οποίων η ροή του αίματος έχει ανασταλεί.
Η διάγνωση της πολυκυτταραιμίας γίνεται με εξέταση αίματος του νεογνού, στην οποία καταγράφεται υψηλή τιμή του Αιματοκρίτη και της συγκέντρωσης της Αιμοσφαιρίνης
4. Ίκτερος
Ο υπερβολικά υψηλός πληθυσμός ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα του νεογνού διαβητικής μητέρας, ως αποτέλεσμα έχει και τον υψηλό ρυθμό καταστροφής τους από τον οργανισμό. Η καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων λαμβάνει χώρα στο ήπαρ και ως παράγωγό του έχει την ουσία Χολερυθρίνη.
Τα υψηλά επίπεδα Χολερυθρίνης στο αίμα συνδέονται με μία κατάσταση, που ονομάζεται ίκτερος. Ο νεογνικός ίκτερος είναι μια συνηθισμένη κατάσταση, που αντιμετωπίζεται εύκολα από τους νεογνολόγους, αλλά η συχνότητά του μεταξύ των νεογνών διαβητικών μητέρων είναι διπλάσια από αυτήν, που καταγράφεται στο γενικό πληθυσμό.
5. Αναπνευστικά προβλήματα
Η ωρίμανση των πνευμόνων σε ένα νεογνό αποπερατώνεται κατά μέσο όρο μεταξύ των 34 και των 35 εβδομάδων της κύησης. Στις 37 εβδομάδες κύησης το 99% των νεογνών έχει πνεύμονες απολύτως ώριμους, ώστε να αντιμετωπίσουν τις «δοκιμασίες» της ζωής εκτός της μήτρας.
Όμως η ωρίμανση των πνευμόνων των μωρών διαβητικών μητέρων καθυστερεί ακόμα και μέχρι μετά τη συμπλήρωση των 38 εβδομάδων κύησης. Μέχρι το ορόσημο αυτό τα νεογνά διαβητικών μητέρων έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν το σύνδρομο νεογνικής αναπνευστικής δυσχέρειας.
Το σύνδρομο αυτό παλαιότερα αποτελούσε τη βασική αιτία νεογνικής θνησιμότητας μεταξύ των νεογνών διαβητικών μητέρων. Όμως σήμερα αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά χάρη στις εξελίξεις στη φροντίδα των νεογνών εντός των ειδικών μονάδων εντατικής νοσηλείας.
6. Υπογλυκαιμία
Η υπογλυκαιμία χαρακτηρίζεται από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και καταγράφεται στα νεογνά διαβητικών μητέρων τις πρώτες ημέρες μετά από τον τοκετό. Η συχνότητα της κατάστασης αυτής κυμαίνεται από το 15% μέχρι το 25% για τα νεογνά αυτά. Η συχνότητα όμως αυτή μειώνεται σημαντικά, αν επιτευχθεί ικανοποιητικός έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στο αίμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνη.
Αν η διάγνωση της υπογλυκαιμίας του νεογνού δεν διαγνωσθεί έγκαιρα, τότε ενδέχεται αυτό να παρουσιάσει επιληπτικές κρίσεις, ενώ σε σοβαρότερες καταστάσεις δεν αποκλείεται να πέσει και σε κώμα ή να προκληθούν ακόμα και σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες.