Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες νόσου παγκοσμίως. Πολλά άτομα έχουν τη συγκεκριμένη μεταβολική διαταραχή και δεν το γνωρίζουν.
Πολλοί ασθενείς δε γνωρίζουν ότι τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας, οι πόνοι στους μύες και στις αρθρώσεις, οι εναλλαγές στη διάθεση, οι διαταραχές στη λειτουργία του γαστρεντερικού, συνδέονται άμεσα με την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη επηρεάζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, συνδέεται άμεσα με φλεγμονώδεις εξάρσεις και επιδείνωση της πορείας της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο ή χρόνιο νόσημα.
Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που ρυθμίζει την είσοδο του ζαχάρου στα κύτταρα. Όταν καταναλώνουμε παραπάνω ζάχαρη απ’ όση χρειάζονται τα κύτταρα του οργανισμού, αυτά στην προσπάθεια τους να προστατευτούν από την περίσσεια ζάχαρης, σταματούν να ανταποκρίνονται στην ινσουλίνη. Η μειωμένη ανταπόκριση των κυττάρων στην ινσουλίνη ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη και είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επιβαρύνει την υγεία των ανθρώπων σήμερα.
Η μειωμένη ανταπόκριση του οργανισμού στην ινσουλίνη, οδηγεί στην έκκριση μεγαλύτερης ποσότητας ινσουλίνης, απορρυθμίζοντας τον τρόπο που το σώμα διαχειρίζεται την ενέργεια, την φλεγμονή, τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και του οργανισμού συνολικά.
Ως αποτέλεσμα, τα άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να αντιμετωπίσουν μια σειρά από προβλήματα υγείας, όπως:
1. Οριακά αυξημένα επίπεδα ζαχάρου στο αίμα: Τα φυσιολογικά επίπεδα του σακχάρου στο αίμα είναι μεταξύ 75-100 mg/dL. Τιμές μεταξύ 100-125 mg/dL είναι Προδιαβήτης και τιμές υψηλότερες από 126 είναι Διαβήτης τύπου 2. Άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη είναι πολύ πιθανό να έχουν τιμές γλυκόζης υψηλότερες από 100 mg/dL. Αυτό αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακού νοσήματος και Διαβήτη, σε σχέση με άτομα που έχουν φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης.
2. Αυξημένη εναπόθεση λίπους στην κοιλιακή χώρα: Η αντίσταση στην ινσουλίνη εμποδίζει την καύση λίπους και οδηγεί στην αυξημένη εναπόθεσή του, ιδιαίτερη στην κοιλιακή χώρα. Ακόμη και άτομα με φυσιολογικό ή και χαμηλό σωματικό βάρος μπορούν να έχουν αυξημένο ποσοστό σπλαχνικού λίπους, λόγω αντίστασης στην ινσουλίνη.
3. Υψηλή αρτηριακή πίεση: Η αντίσταση στην ινσουλίνη συμβάλει στην ανάπτυξη υπέρτασης, μια κατάσταση που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων και εγκεφαλικού.
4. Μη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων: Η αντίσταση στην ινσουλίνη συνδέεται με αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων και χαμηλά επίπεδα “καλής” χοληστερίνης (HDL), αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων. Πολλοί πιστεύουν ότι τα υψηλά τριγλυκερίδια οφείλονται στην αυξημένη κατανάλωση τροφών που περιέχουν λίπος. Ωστόσο, τα αυξημένα τριγλυκερίδια οφείλονται κυρίως στην αυξημένη κατανάλωση τροφών που περιέχουν επεξεργασμένους υδατάνθρακες όπως φρουκτόζη και ζάχαρη.
5. Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS): Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν στην ανάπτυξη του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, μιας ορμονικής διαταραχής που επηρεάζει έως και 1 στις 5 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Η αντίσταση στην ινσουλίνη συνοδεύεται από αυξημένη έκκριση ανδρογόνων, απορυθμίζοντας την ωορρηξία, τους κύκλους της έμμηνου ρήσης, μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα, υπερτρίχωση, ακμή και άλλα προβλήματα υγείας.
6. Υπνική άπνοια: Η αντίσταση στην ινσουλίνη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο υπνικής άπνοιας, μια κατάσταση κατά την οποία η αναπνοή ενός ατόμου διακόπτεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, οδηγώντας σε διαταραχή του ύπνου, υπέρταση, αρρυθμίες και άλλα προβλήματα υγείας.
7. Λιπώδης διήθηση του ήπατος: Η λιπώδης διήθηση του ήπατος ή λιπώδες ήπαρ, αφορά στην εναπόθεση τριγλυκεριδίων στο συκώτι που οφείλεται κυρίως στην αντίσταση στην ινσουλίνη. Επηρεάζει έναν στους τέσσερις ενήλικες στην Ευρώπη και είναι παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη χρόνιων νοσημάτων, όπως τα καρδιαγγειακά, ο καρκίνος και τα αυτοάνοσα νοσήματα.
8. Χρόνιες φλεγμονές: Η ινσουλίνη είναι αυξητικός παράγοντας. Αυξάνει την ταχύτητα πολλαπλασιασμού των κυττάρων και προάγει τις φλεγμονές στον οργανισμό. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο νοσημάτων που χαρακτηρίζονται από χρόνια φλεγμονή συμπεριλαμβανομένων της καρδιαγγειακής νόσου, των αυτοάνοσων νοσημάτων, του Διαβήτη, του καρκίνου και της παχυσαρκίας.
Από τον δρ. Δημήτριο Τσουκαλά, Παθολόγο, Επιστημονικό Διευθυντή του ιατρικού ομίλου Metabolomic Medicine στην Ελβετία, Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Διατροφικής Ιατρικής, και μέλους της Παγκόσμιας Ακαδημίας Επιστημών. Ο δρ. Δημήτριος Τσουκαλάς είναι πρωτοπόρος στην πρόληψη και θεραπεία αυτοάνοσων και χρόνιων προβλημάτων υγείας όπως η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο διαβήτης, ο συστηματικός ερυθηματώσης λύκος, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ψωρίαση, η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα, με την χρήση αναλύσεων μεταβολομικής.