Διαβήτης: Φυσικά δεν υπάρχει καμιά σχέση ετυμολογική της ασθένειας με το διαβήτη, το γνωστό όργανο της γεωμετρίας. Το όνομα της πάθησης αποδίδεται στο Δημήτριο από την Aπαμαία της Bιθυνίας, έναν Aλεξανδρινό γιατρό που έζησε το 2ο π.X αιώνα.
Η ονομασία προήλθε από το ρήμα «διαβαίνω», χαρακτηρίζοντας έτσι την κατάσταση κατά την οποία το νερό, που ακατάπαυστα λαμβάνει ο άρρωστος για να ικανοποιήσει το έντονο αίσθημα δίψας που έχει, “διαβαίνει”, σαν μέσα από ένα σιφώνιο αναλλοίωτο και καταλήγει στα ούρα. Μέχρι τότε ο διαβήτης είχε άλλο όνομα.
Τον ονόμαζαν “Δίψα” ή “Δίψακο” από το όνομα ενός φιδιού που το δάγκωμά του προκαλούσε ακατάσχετη δίψα. Όμως οι γιατροί της αρχαιότητας δεν παρατήρησαν τη γλυκύτητα των ούρων των διαβητικών . Αυτό το πέτυχε το 1674 ο Thomas Willis και τότε για πρώτη φορά προστέθηκε το επίθετο σακχαρώδης που προσδιορίζει και συνοδεύει το ουσιαστικό διαβήτης.
Γρίπη: Αρχικά ονομαζόταν «γρίππη» με δυο (π), από τη Γαλλική λέξη “La Grippe”,που σημαίνει “αρπάζω απότομα”, έχοντας τις ρίζες της στην αρχαία Αγγλική λέξη “gripan”, που έχει ανάλογη ετυμολογία. Στις μέρες μας έχει επικρατήσει στο ελληνικό λεξιλόγιο ως γρίπη επειδή η ασθένεια μας αρπάζει απότομα, μας κυριεύει ξαφνικά.
Hπατίτιδα: Ήπαρ+ίτιδα (κατάληξη που δηλώνει φλεγμονή). Η ετυμολογία της λέξης ήπαρ προέρχεται πιθανόν από το ρήμα ηπάομαι= επιδιορθώνω, επισκευάζω καθώς θεωρείται πως με την παραγωγή αίματος «επιδιορθώνει» προβλήματα του σώματος. Σήμερα βέβαια συνηθέστερα ονομάζεται συκώτι. Η λέξη αυτή προέρχεται από το συκωτόν (<σύκο) ήπαρ, που δήλωνε το ήπαρ των ζώων που είχαν τραφεί με ξηρά σύκα.
Το σύκο διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στο διαιτολόγιο των αρχαίων Ελλήνων. Το εκτιμούσαν ιδιαίτερα και μάλιστα τάιζαν ορισμένα ζώα (ιδίως χήνες και γουρούνια), αποκλειστικά ή σχεδόν με σύκα, ώστε το ήπαρ τους να νοστιμίσει. Αυτό το έδεσμα το ονόμαζαν, πολύ λογικά, «συκωτόν ήπαρ» και ήταν ανάλογο του σημερινού φουαγκρά. Με τον καιρό, το ουσιαστικό εξέπεσε και παρέμεινε το επίθετο, «συκωτόν», το οποίο έφτασε να χαρακτηρίζει, όχι μόνον το ειδικά προετοιμασμένο συκώτι, αλλά το συκώτι γενικά.
Τερηδόνα: Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη “τερηδών” σημαίνει το “σκουλήκι που τρυπάει το ξύλο”. Το ρήμα από το οποίο προκύπτει είναι το “τείρω”, το οποίο σημαίνει “φθείρω, καταστρέφω”. Το δεύτερο συνθετικό της είναι το δόντι, ο “οδούς”. Οπότε στο σύνολο της σημαίνει αυτό που καταστρέφει το δόντι.
Μυωπία: από το ρήμα μύω (κλείνω ελαφρά τα μάτια)+ωψ (βλέμμα, όψη). Οι μύωπες έχουν την συνήθεια να μισοκλείνουν τα μάτια για να δουν καθαρότερα.
Πρεσβυωπία: από το αρχαίο πρέσβυς (ο μεγάλος σε ηλικία) + ώψ (βλέμμα, όψη). Η μείωση της ικανότητας της όρασης των ηλικιωμένων να διακρίνουν αντικείμενα σε κοντινή απόσταση.
Ανεμοβλογιά (ή σωστότερα ανεμευλογιά): Σύνθετη λέξη από το άνεμος (μεταφέρεται με τον άνεμο) και ευλογία. Πρόκειται για ευφημισμό, καθώς κάθε άλλο παρά ευλογία είναι τέτοιου είδους λοιμώξεις. Το συγκεκριμένο σχήμα λόγου χρησιμοποιήθηκε ώστε να αποφευχθεί η αναφορά σε λέξη που θεωρείται κακή ή δυσοίωνη.
Σταφυλόκοκκος: σταφυλή<σταφυλίς+κόκκος: βακτήριο οι συγκεντρώσεις του οποίου στο μικροσκόπιο μοιάζουν με τσαμπί από σταφύλι.
Κίρρωση: γαλλ. cirrhose < αρχ. κιρρός = κιτρινωπός από το κίτρινο χρώμα του προσώπου του ασθενούς.
Επιληψία: από το ρήμα επιλαμβάνω που σημαίνει προσβάλλω, επιτίθεμαι. Δηλώνει μια ασθένεια που «επιτίθεται» ξαφνικά στον οργανισμό και τον «καταλαμβάνει», με αποτέλεσμα ο ασθενής να παθαίνει σπασμούς και να χάνει τις αισθήσεις του.
Άσθμα: σημαίνει δυσκολία στην αναπνοή και κυρίως στην εκπνοή και προέρχεται από τα ρήματα άω και αάζω. Το ρήμα αάζω, σημαίνει εκπνέω, εκπέμπω πνοή και είναι ηχοποίητη λέξη από το ρήμα άω (πνέω, φυσώ) .
Αιμορροΐδες: Η ετυμολογία της ονομασίας προέρχεται από τις λέξεις «αίμα» και «ρέω», δηλαδή το αίμα που ρέει από τον πρωκτό και το οποίο αποτελεί το κύριο σύμπτωμα των αιμορροΐδων.
Στηθάγχη: από το στήθος+άγχω (πνίγω, σφίγγω) = το σφίξιμο στο στήθος
Φλεγμονή: από το ρήμα φλέγω διότι ένα σημείο του σώματος «φλέγεται» και εμφανίζει ερυθρότητα, θερμότητα, πόνο.
Ειλεός: από το ρήμα είλω, που σημαίνει φράζω, συστρέφω. Έτσι υπάρχει αδυναμία προώθησης και αποβολής του εντερικού περιεχομένου που προκαλεί έντονο πόνο.
Οστρακιά: από τη λέξη όστρακο. Εκτός από το σκληρό οστεώδες περίβλημα ασπόνδυλων ζώων, σημαίνει και κομμάτι πήλινου αγγείου. Σε τέτοιου είδους πήλινες πλάκες ερυθρού χρώματος, χάραζε στην αρχαιότητα ο Αθηναίος πολίτης το όνομα προσώπου, κυρίως πολιτικού, που έκρινε ότι έπρεπε να εξοριστεί. Να εξοστρακιστεί. Επειδή λοιπόν το χρώμα του εξανθήματος της οστρακιάς έμοιαζε με αυτό του αρχαίου οστράκου δόθηκε στο εξανθηματικό νόσημα το όνομα οστρακιά.
Παγκρεατίτιδα: από τη λέξη πάγκρεας +ίτιδα (που δηλώνει φλεγμονή). Για την λέξη πάγκρεας υπάρχει η απόψη ότι ετυμολογείται από τις λέξεις παν+κρέας επειδή αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς να περιέχει καθόλου χόνδρο ή ιστό. Μια δεύτερη άποψη υποστηρίζει πως παράγεται από τις λέξεις παγ-όω(παχύς)+κρέας επειδή αποτελεί παχύ αδένα του σώματος.
Kαρκίνος: Συνδέεται με το λατ. cancer =κάβουρας και το αρχ. ινδ. Karkata=κάβουρας.
Ο Ιπποκράτης χρησιμοποίησε τους όρους «καρκίνος» και «καρκίνωμα» για να περιγράψει διάφορους όγκους που εμφάνιζαν εσωτερικά ή εξωτερικά έλκη και διογκώσεις. Στην Ελληνική γλώσσα οι λέξεις αυτές αναφέρονται στα καβούρια, τα οποία θυμίζουν τον καρκίνο, αφού οι ακτινωτές μεταστάσεις των καρκινικών κυττάρων, φέρνουν αμυδρά στο μυαλό τη μορφή που έχουν τα πόδια και οι δαγκάνες του καβουριού.
Θυρεοειδής: Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1656 από τον Thomas Wharton. Ο Wharton χρησιμοποίησε τον όρο όχι για το σχήμα του αδένα αλλά για το σχήμα του χόνδρου στον οποίο βρίσκεται ο θυρεοειδής αδένας, που μοιάζει με είδος ασπίδας, τον θυρεό.
Καρωτίδα: ονομάσθηκε η αρτηρία που φέρει το αίμα στο κεφάλι διότι κατά την πίεσή της ο άνθρωπος μένει άφωνος, «καρώδης», νυσταλέος. Παράγεται από το αρχαίο ρήμα καρώ= αποκοιμίζω, ναρκώνω
Αμφιβληστροειδής: το τμήμα του ματιού που μοιάζει με αμφίβληστρο δηλαδή με αλιευτικό δίχτυ.
Μήτρα: από το αρχαίο μήτηρ, η μητέρα-η δημιουργός των βρεφών.
Διάφραγμα: το σημείο που διαφράττει, δηλαδή χωρίζει τον θώρακα από την κοιλία.
Έντερο: έν + κατάληξη συγκριτικού βαθμού –τέρον: το όργανο που βρίσκεται σε βαθύτερο μέρος από τα υπόλοιπα.
Νεφρά: Από το ρήμα νείφομαι= βρέχομαι γιατί τα νεφρά βρέχονται από τα ούρα.
Εγκέφαλος: ονομάσθηκε έτσι διότι κείται, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι (εν+κεφάλι).
Στομάχι: από το στόμα και το ρήμα χέω γιατί μέσω αυτού οι τροφές χέονται, μεταφέρονται στην κοιλιά.
Οισοφάγος: οἴσω (μέλλοντας του φέρω) + φάγος (< ἔφαγον, αόριστος του ἐσθίω= τρώγω). Άρα οισοφάγος σημαίνει το μέρος / όργανο εκείνο του οργανισμού, που φέρνει το φαγητό προς το πεπτικό μας σύστημα
Πέψη: από το ρήμα πέσσω, που σημαίνει χωνεύω, μαλακώνω.
Επιμέλεια Αλέξανδρος Ν. Κατσαράς
Φιλόλογος
Πηγή: http://www.rodiaki.gr/