Τα είχαμε πει από το 2017, τα είχαμε γράψει, είχαμε τσακωθεί, αλλά η Ομοσπονδία τότε, μας μίλαγε για “νίκες”. Όπως, όμως, τελικά δεν μπόρεσαν οι Ομοσπονδίες να σταματήσουν και πέρασε η συμμετοχή στα φάρμακα για τους ανθρώπους με Διαβήτη τύπου 2, τώρα με τα καινούργια δεδομένα και σε σύντομο διάστημα θα δούμε να βάζουμε και άλλο το χέρι στην άδεια τσέπη, πιο βαθιά, για να βρούμε τι άραγε;
Ο λόγος για το γεγονός ότι τα δύο τρίτα της τιμής των φαρμάκων έχουν φτάσει να καλύπτουν οι φαρμακευτικές εταιρίες και δηλώνουν ότι έχει καταστεί μη βιώσιμο το κλίμα για τις φαρμακευτικές εταιρίες στην Ελλάδα που καλούνται να καλύψουν τις «τρύπες» στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ.
Το τι σημαίνει αυτό για εμάς τους ασθενείς το εξηγούμε αναλυτικά σε αυτό το άρθρο.
Την περσινή χρονιά, ο Οργανισμός ξεπέρασε τον προϋπολογισμό του κατά 100 εκατομμύρια ευρώ σε δαπάνες για φάρμακα που διανέμονται από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία σοβαρών ασθενειών. Τα φάρμακα αυτά ανήκουν στη λίστα του Νόμου 3816, και είναι κατηγορίας 1Α.
Μιας και το ποσό αναμένεται να επιβαρύνει τις φαρμακευτικές εταιρίες με τους τρόπους που αναλύουμε παρακάτω, ο πρόεδρος του του ΣΦΕΕ (Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος) Ολύμπιος Παπαδημητρίου και ο πρόεδρος του PhRMA Innovation Forum, Μάκης Παπαταξιάρχης, έστειλαν επιστολή προς τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης & Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννη Δραγασάκη, τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη και τον Υπουργό Υγείας Ανδρέα Ξανθό, ζητώντας συνάντηση προκειμένου να συζητήσουν σχετικά με το θέμα. Στην επιστολή αναφέρουν ότι το Κράτος συνεισφέρει μόλις στο ένα τρίτο της τιμής της αξίας των φαρμάκων, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρίες καλύπτουν το υπόλοιπο.
«Σας γνωρίζουμε ότι το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών (claw-back/ rebate) που εντέλλονται να καλύψουν οι εταιρείες μέλη μας για τα νοσοκομειακά φάρμακα (Ν.3816 κατηγορίας 1Α) που διανέμονται από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, για την περίοδο του α’ εξαμήνου 2018, σύμφωνα με τα σημειώματα που έχουν λάβει, έχουν ξεπεράσει κάθε ιστορικό ελληνικό και πανευρωπαϊκό προηγούμενο, καθόσον αναλογούν πλέον σε ποσοστό άνω του 70% της τιμολογηθείσας αξίας προς τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ.», αναφέρει η επιστολή.
Τι συμβαίνει με τα φάρμακα
Στην Ελληνική αγορά, αυτή τη στιγμή, τις τιμές των φαρμάκων τις καθορίζει με Δελτία Τιμών ο Υπουργός Υγείας, λαμβάνοντας υπόψη τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών που κυκλοφορούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτόν τον τρόπο, τα πρωτότυπα φάρμακα στην Ελληνική Αγορά, διατίθενται πολύ πιο φθηνά από ότι σε άλλες χώρες του κόσμου.
Ο ΕΟΠΥΥ έχει κάθε χρόνο ένα ποσό που μπορεί να διαθέσει για την αποζημίωση των φαρμάκων. Το ποσό αυτό για τα φάρμακα 1Α, για το 2018, ήταν 55.800.000 €. Το πραγματικό κόστος όμως, σύμφωνα με τις συνταγές που εκτελέστηκαν ήταν € 155.423.605. Έτσι προκύπτει μια διαφορά μεταξύ προϋπολογισμού και πραγματικής δαπάνης, που φτάνει τα 100 εκατομμύρια ευρώ.
Σε αυτό το σημείο μπαίνουν σε λειτουργία οι μηχανισμοί (clawback και rebate) που θα επιτρέψουν στον ΕΟΠΥΥ να μεταφέρει αλλού το κόστος του φαρμάκου.
Ο πρώτος μηχανισμός είναι το Rebate, η αναγκαστική έκπτωση δηλαδή που κάνουν οι εταιρίες στον ΕΟΠΥΥ σε αυτά που τους χρωστάει. Ο δεύτερος μηχανισμός είναι το Clawback. Σε αυτήν την περίπτωση, τη διαφορά μεταξύ προϋπολογισμού και πραγματικής δαπάνης, καλούνται να πληρώσουν οι φαρμακευτικές εταιρίες, κάνοντας επιστροφή χρημάτων στον οργανισμό.
Οι δύο παραπάνω μηχανισμοί χρησιμοποιούνται στη γενικότερη αγορά από διάφορες εταιρίες, συνήθως τις χρηματοπιστωτικές, ο πρώτος ως επιβράβευση για την αύξηση του ποσοστού κέρδους, ο δεύτερος ως ποινή για ζημιά στην απόδοση κάποιου προϊόντος. Στην περίπτωση του φαρμάκου στην Ελλάδα, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο ως εκπτώσεις, και μάλιστα αυτό που στην ουσία επιτυγχάνουν είναι να μεταφέρουν το χρέος του ΕΟΠΥΥ στους συνεργάτες του.
Τι σημαίνει αυτό για τις εταιρίες
Αποτέλεσμα των παραπάνω εκπτώσεων είναι, όπως αναφέρεται σε άρθρο του Capital.gr, το κάθε φάρμακο να αποδίδει το 30% της τιμής που έχει ορίσει το κράτος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι:
«Για να γίνει απολύτως σαφές, το κράτος καθορίζει την τιμή πώλησης ενός προϊόντος και στη συνέχεια απαιτεί επιστροφή το 71% της αξίας του μέσω του θεσμοθετημένου μηχανισμού υποχρεωτικής απόδοσης clawback και rebate!»
Στην επιστολή τους οι κύριοι Παπαδημητρίου και Παπαταξιάρχης τονίζουν ότι, «Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει δικαιολογημένη οργή στον κλάδο μας, καθόσον είναι πασίδηλα μη βιώσιμο για τις εταιρείες μας το σύστημα που επιβάλλει στα προϊόντα μας να αποζημιώνονται σχεδόν στο ένα τρίτο της τιμολογηθείσας αξίας τους.» και συνεχίζουν «Η κατάσταση αυτή μας φέρνει σε πλήρες αδιέξοδο, και εξελίσσεται ως μη βιώσιμη για τις εταιρείες και επικίνδυνη για τους ασθενείς.»
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην περίπτωση των φαρμάκων της κατηγορίας 1Α, αλλά επεκτείνεται γενικότερα στον τομέα του φαρμάκου, μιας και όπως αναφέρεται σε άρθρο της Καθημερινής, το clawback για το 2018 αναμένεται να φτάσει τα 605 με 620 €. Πηγή της εφημερίδας αναφέρει ότι ενώ «όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο συμπέρασμα πως η συνολική συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας, εάν συνυπολογίσουμε το rebate και το clawback σε νοσοκομειακό και εξωνοσοκομειακό επίπεδο, ενδέχεται να υπερβεί το 1,3 δισ. ευρώ έναντι 1,2 δισ. ευρώ που διαμορφώθηκε πέρυσι».
Πως η κατάσταση γίνεται επικίνδυνη για τους ασθενείς
Όπως είχε θίξει σε παλιότερο άρθρο το Glykouli.gr, όταν είχαν αναγγελθεί μειώσεις στις δαπάνες των αναλώσιμων για τους διαβητικούς, οι οποίες όμως δεν θα επιβάρυναν τους ασθενείς, η τακτική αυτή, που επιβλήθηκε με τα μνημόνια, αποτελεί έναν σίγουρο τρόπο για να την πληρώσει στο τέλος ο ασφαλισμένος (ο ανασφάλιστος την πληρώνει έτσι κι αλλιώς, μιας και το κράτος πρόνοιας για αυτόν, είναι πλέον απλά ένας όρος χωρίς νόημα).
Παρά τις τότε εντυπωσιακές δηλώσεις περί δικαίωσης του αγώνα της Ομοσπονδίας των διαβητικών, υπήρξε στο άρθρο ανάλυση για το πως οι μειώσεις στις αποζημιώσεις, στο τέλος θα επιβάρυναν τους ασθενείς.
Πρώτα απ’ όλα τα φάρμακα για τα οποία γίνεται λόγος είναι «προϊόντα υψηλής καινοτομίας, εξόχως αποτελεσματικά και δραστικά, αποτέλεσμα μακρόχρονων επιστημονικών ερευνών υψηλότατου κόστους για πολύ σοβαρά και απειλητικά για τη ζωή νοσήματα, με εξαιρετικά οφέλη για τους πάσχοντες και το δημόσιο σύστημα υγείας». Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, ότι αυτά τα φάρμακα θα σταματήσουν να είναι διαθέσιμα για τους Έλληνες πολίτες, αν οι εταιρίες αποφασίσουν ότι δεν έχουν πλέον λόγο να τα διαθέτουν στην Ελληνική αγορά, αφού δεν τους επιφέρουν ένα βιώσιμο ποσοστό κέρδους.
Παράλληλα γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι όλες οι δράσεις για τον Σακχαρώδη Διαβήτη που γίνονται, πραγματοποιούνται με την οικονομική στήριξη των εταιρειών και όχι του κράτους, οπότε τώρα το κράτος που κόβει ακόμα παραπάνω από το κέρδος των εταιρειών λογικό είναι και εκείνες με την σειρά τους, να σταματήσουν την υποστήριξη. Με τα χρήματα των φαρμακευτικών εταιρειών συντηρούνται περιοδικά για τον διαβήτη, δράσεις, Σύλλογοι, Ομοσπονδίες, συνέδρια και άλλα.
Αν το κράτος έκοβε το κέρδος των φαρμακευτικών και το επένδυε στην Υγεία, σίγουρα θα νιώθαμε κάποια ασφάλεια, τώρα όμως κόβει από εκεί που παίρνουμε μια όποια στήριξη, χωρίς πάλι να παίζει το ρόλο που ένα κράτος θα έπρεπε, δηλαδή εκείνου του κράτους πρόνοιας.
Επιπλέον, δεν θα είναι συμφέρον ούτε για τους ασφαλισμένους, ούτε για την οικονομία, αν οι φαρμακευτικές εταιρίες αποφασίσουν ότι δεν υπάρχει κερδοφόρο έδαφος στη χώρα και κλείσουν.
Συγκεκριμένα στο άρθρο μας στις 8 Ιουνίου του 2017, γράφαμε: “ο ΕΟΠΥΥ έκανε πολύ μεγάλη μείωση στην αποζημίωση των αναλωσίμων μας, και προς το παρόν όλο το βάρος της μείωσης πέφτει στις εταιρείες και στα φαρμακεία, αλλά σύντομα θα πέσει σε εμάς”
Και ήταν τεράστιος τότε ο διαπληκτισμός μας με την ΠΟΣΣΑΣΔΙΑ, η οποία Ομοσπονδία μιλούσε για “νίκες” και εμείς βλέπαμε ήττες. Δυστυχώς ούτε δυο χρόνια δεν έχουν περάσει και αυτό που είχαμε προβλέψει γίνεται πράξη και δεν είναι από τα “δίκαια που έγιναν πράξη”.
Ως προς την ποιότητα των φαρμάκων στα οποία θα έχει πρόσβαση ο ασφαλισμένος, όπως ήδη φαίνεται από την πολιτική αποζημιώσεων του ΕΟΠΥΥ που ευνοεί την αγορά γενοσήμων, αυτή θα πέσει στα επίπεδα που της αναλογούν, μιας και θα προτιμηθούν φθηνότερα σκευάσματα αμφιβόλου ποιότητας.
Ας μην ξεχνάμε πως οι δαπάνες για την υγεία ήδη έχουν μειωθεί αρκετά. Χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο 2009-2017, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 62%, από 5,1 δισ. ευρώ στο 1,945 δισ. Ευρώ.
Τα αποτελέσματα δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ανάλυση, πρόσφατη είναι άλλωστε και η περίπτωση του ασφαλισμένου που χρεώθηκε πάνω από 9 ευρώ για να προμηθευτεί το φάρμακό του, ενώ η συμβολή του ταμείου του ήταν 11 λεπτά, αλλά και η επιβολή συμμετοχής 25% στους διαβητικούς τύπου 2 για την αγορά αναλώσιμου υγειονομικού υλικού.
Τι ζητάνε οι φαρμακευτικές
Όπως κλείνει η επιστολή που αναφέρει στο άρθρο του το Capital,
«Η Διοίκηση (του ΕΟΠΥΥ) οφείλει άμεσα να προβεί σε ένεση ρευστότητας για τα πεπραγμένα του 2018, όπως άλλωστε είχε πράξει για τα έτη 2016 και 2017, και σε αναπροσαρμογή προϋπολογισμού για το 2019, ώστε απλά να βελτιωθεί η μη αποδεκτή ήδη διαμορφωμένη εικόνα για αυτή την κατηγορία των φαρμακευτικών προϊόντων. Άλλωστε συγκεκριμένα εργαλεία, όπως η εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και η εισαγωγή του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης βοηθούν στη μελλοντική ορθολογικότερη κατανομή και χρήση των διαθέσιμων πόρων.»
Χαρακτηριστική είναι όμως και η φράση από πηγή που δήλωσε στην Καθημερινή ότι «Η πολιτεία δεν πρέπει να στρέφει το ενδιαφέρον της μόνο στη συμπίεση των τιμών των φαρμάκων αλλά θα πρέπει να λάβει μέτρα για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και τη μείωση του επιπέδου νοσηρότητας».
Glykouli.gr team
Πηγές: Capital.gr, Καθημερινή