Δραματική μείωση πάνω από 60% της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, με άμεσο αντίκτυπο στους πολίτες της χώρας είχαν τα χρόνια της κρίσης.
Εξαιτίας του κλειστού προϋπολογισμού, η Ελλάδα επί πενταετία διατηρεί τη χαμηλότερη δημόσια κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη,188 ευρώ, έναντι 246 ευρώ στις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου 303 ευρώ στις 23 χώρες της ΕΕ που διαθέτουν σχετικά στοιχεία.
Οι ασθενείς δεν στερήθηκαν τα φάρμακά τους, καθώς η φαρμακοβιομηχανία συνεισφέρει στο σύστημα μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, συνολικό ποσό που έφτασε τα 5,3 δις ευρώ τα έτη 2012-2018.
Όμως ο κλάδος έχει εξαντληθεί και δεν μπορεί να συνεχίσει σε αυτόν τον ρυθμό. Ήδη για το πρώτο δίμηνο φέτος, το clawback του ΕΟΠΥΥ είναι αυξημένο κατά 16% συγκριτικά με πέρυσι. Και η λογική της κλειστής φαρμακευτικής δαπάνης επεκτείνεται μέχρι το 2022 με νομοθετική ρύθμιση, γεγονός που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες λειτουργίας και τις προοπτικές του κλάδου στη χώρα μας.
Η είσοδος νέων καινοτόμων θεραπειών στη χώρα καθίσταται προβληματική, ενώ δεν αποκλείεται να κινδυνεύσουν να λείψουν από την αγορά και καθιερωμένες θεραπείες που ήδη χρησιμοποιούνται από σημαντικό αριθμό ασθενών.
Τα παραπάνω τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) Ολύμπιος Παπαδημητρίου, στο πλαίσιο παρουσίασης της ετήσιας μελέτης του ΙΟΒΕ για τη φαρμακευτική αγορά, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι “Βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά όχι από την κρίση”, για να προσθέσει ότι “η πολυπόθητη ισορροπία που θα διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας και των παρόχων, την καλή υγεία των πολιτών, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη, φαίνεται ένας πολύ μακρινός στόχος. Η παρούσα κατάσταση καταργεί κάθε δυνατότητα μελλοντικού σχεδιασμού και απομακρύνει τις ευκαιρίες της ανάπτυξης”.
Τέσσερις προτάσεις ανάκαμψης
Ο κ. Παπαδημητρίου, προχώρησε σε 4 προτάσεις για την ανάσχεση της δυσμενούς πορείας του κλάδου του φαρμάκου συνολικά, που περιλαμβάνουν:
1. Την ολοκλήρωση των δομικών αλλαγών και την πλήρη εφαρμογή των νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων για τον έλεγχο της κατανάλωσης φαρμάκου και τη μείωση της σπατάλης, όπως θεραπευτικά πρωτόκολλα, ηλεκτρονική συνταγογράφηση στα νοσοκομεία, μητρώα ασθενών, αξιολόγηση τεχνολογιών υγείας, επιτροπή διαπραγμάτευσης, ηλεκτρονικός φάκελος ασθενή κοκ. Εάν δεν ελεγχθεί η ζήτηση θα βρισκόμαστε συνεχώς στο ίδιο σημείο.
2. Την τοποθέτηση ορίων στο clawback, και την εισαγωγή της συνυπευθυνότητας με την Πολιτεία στην υπέρβαση της δαπάνης, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να διασφαλιστεί κάποια προβλεψιμότητα και ομαλότητα στην αγορά. Αν τηρηθούν αυτές οι βασικές αρχές, αυτός ο κατ’ εξοχήν αναπτυξιακός και εξωστρεφής κλάδος θα ξεδιπλώσει το τεράστιο δυναμικό του.
3. Τη σύναψη μνημονίου συνεργασίας με την Πολιτεία, διάρκειας 3-5 ετών, όπου θα διαμορφώνεται ένα συνοπτικό πλαίσιο στόχευσης για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και
4. Την παροχή αναπτυξιακών κινήτρων για την ενίσχυση των συνεργειών των διεθνών με τις ελληνικές εταιρίες και την προσέλκυση επενδύσεων για κλινικές μελέτες.
Οι συνεργασίες ελληνικών και διεθνών εταιριών, που αντιστοιχούν στο 22% του όγκου των φαρμάκων στα φαρμακεία, θα πρέπει να αυξηθούν, για να αυξηθούν οι επενδύσεις και η απασχόληση.
Παράλληλα, διαφαίνεται ισχυρή πολιτική βούληση να θεσπιστούν κίνητρα με συμψηφισμό των επενδύσεων για κλινικές μελέτες με το clawback που αντιστοιχεί σε κάθε εταιρία.
Το ΙΟΒΕ
Την ετήσια έκθεση του ΙΟΒΕ «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2018» παρουσίασαν ο Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου καθ. Νίκος Βέττας και ο Επιστημονικός Σύμβουλος του IOBE επ. καθ. Άγγελος Τσακανίκας.
Στη φετινή έκθεση, αναδεικνύεται το μεγάλο ζήτημα του δημογραφικού, καθώς διαχρονικά σημειώνεται μείωση των γεννήσεων (κατά 36 χιλ. άτομα το 2017) και αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών), από 21,9% του συνολικού πληθυσμού το 2017 στο 36,5% το 2050.
Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την αυξανόμενη ανάγκη για υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη, κάτι που συνεπάγεται και αυξημένη ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση σε δαπάνες υγείας και φαρμακευτική κάλυψη. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτή μπορεί να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα σε ένα περιβάλλον μακροχρόνιας ανεργίας και μείωσης του εισοδήματος των Ελλήνων.
Η φαρμακευτική δαπάνη, αποτελεί περίπου το 20% της συνολικής δαπάνης για την υγεία. Η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώθηκε στα 3,6 δισ. ευρώ το 2018, εκ των οποίων μόλις το 1,945 εκατ. ευρώ αποτελεί δημόσια χρηματοδότηση. Το βάρος μετατοπίστηκε στους ασθενείς και στον ιδιωτικό τομέα με το μεγαλύτερο μέρος να το επωμίζεται ο φαρμακευτικός κλάδος, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback & rebates) που καταβάλει.
Παρά τη σημαντική επίπτωση από τη δημοσιονομική προσαρμογή στη δημόσια χρηματοδότηση, η φαρμακοβιομηχανία εξακολουθεί να δαπανά σημαντικά ποσά για Έρευνα & Ανάπτυξη, καθώς αντιπροσωπεύει το 8% της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2015).
Μέχρι το 2018 διεξήχθησαν 2.506 κλινικές μελέτες ανεξαρτήτου τύπου και φάσης (1.434 ολοκληρωμένες).
Η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία το 2017 ανήλθε στα 954 εκατ. ευρώ, ενώ η προστιθέμενη αξία στα 668 εκατ. ευρώ (3% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης).
Οι απασχολούμενοι στην παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων άγγιξαν τα 14,4 χιλ. άτομα το 2017, με το 60,5% των απασχολούμενων να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2018 σε 1,4 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 4,3% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2018.
Το ΙΟΒΕ προχώρησε επίσης σε εκτίμηση του οικονομικού αποτυπώματος του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του, η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε 6,1 δισ. ευρώ (3,4% του ΑΕΠ) το 2017. Έτσι, για κάθε 1 ευρώπροστιθέμενης αξίας των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα 2,9 ευρώ στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 122 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 3,0% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 4,7 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα 1,7 δισ. ευρώ.