Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την ισότητα των δύο φύλων, υπάρχει ακόμα προκατάληψη σε έναν σημαντικό τομέα της ιατρικής: αυτόν της έρευνας. Παρόλο που ο μισός πληθυσμός αποτελείται από γυναίκες, σήμερα το 80% των ερευνών περιλαμβάνουν αποκλειστικά άντρες.
Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, οι άνδρες δεν έχουν έμμηνο κύκλο, οι ορμόνες τους δεν έχουν μεγάλες διακυμάνσεις και ως αποτέλεσμα σχηματίζουν έναν πιο ομοιογενή πληθυσμό ώστε τα αποτελέσματα της έρευνας να αναλύονται και να ερμηνεύονται εύκολα.
Υπάρχουν επίσης ιστορικοί λόγοι που αποκλείονται οι γυναίκες, ειδικά αυτές που είναι σε γόνιμη περίοδο. Το 1950, έρευνα που έγινε με θαλιδομίδη είχε ως αποτέλεσμα έγκυες γυναίκες να γεννήσουν παιδιά χωρίς άκρα, ενώ ή διαιθυλοστιλβεστρόλη αύξησε τον κίνδυνο ανάπτυξης σπάνιων καρκίνων στα θηλυκά μωρά.
Το 1977, Οργανισμός Ελέγχου Φαγητών και Φαρμάκων (FDA) απαγόρευσε σε γυναίκες που υπήρχε περίπτωση να κυοφορήσουν, να συμμετέχουν σε κλινικές δοκιμές. Πρακτικά, αυτό που συνέβη ήταν η παραπάνω απαγόρευση να εφαρμόζεται όχι μόνο σε γυναίκες που ήταν πιθανό να συλλάβουν, αλλά και σε γυναίκες που δεν ήταν καν σεξουαλικά ενεργές, σε γυναίκες που χρησιμοποιούσαν αντισύλληψη ή σε γυναίκες που ήταν ομοφυλόφιλες.
Ο νόμος ήταν σε ισχύ μέχρι το 1993, όταν άρχισαν να υπάρχουν ανησυχίες πως αφήνει την υγεία των γυναικών στο σκοτάδι και υπονοούσε “έλλειψη σεβασμού στην αυτονομία τους και στην ικανότητά τους να πάρουν αποφάσεις” όπως σημειώνεται σε έκθεση της New England Journal of Medicine.
Η έλλειψη γυναικείας εκπροσώπησης στις κλινικές έρευνες θέτει την υγεία του γυναικείου πληθυσμού σε κίνδυνο και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε έκθεση του Brigham and Women’s Hospital το 2014: «η επιστήμη που πληροφορεί την ιατρική – συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας των νόσων – δεν λαμβάνει υπόψιν της τον σημαντικό αντίκτυπο που έχει το φύλο στην υγεία και τις ασθένειες. Και όταν δεν αναγνωρίζουμε το πόσο σημαντικό είναι αυτό, αφήνουμε την υγεία των γυναικών στην τύχη».
Η σημασία του φύλου
Όταν ξεκινάνε οι κλινικές δοκιμές, οι ερευνητές συνήθως δεν εμπλέκουν επαρκή αριθμό γυναικών ή όταν το κάνουν αποτυγχάνουν να αναλύσουν ή να καταγράψουν δεδομένα σύμφωνα με το φύλο. Αυτό στέκεται εμπόδιο ώστε να εντοπιστούν σημαντικές διαφορές οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπέρ της υγείας όλων.
Τα θηλυκά και αρσενικά άτομα κάθε είδους έχουν βιολογικές διαφορές και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, μετά από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, οι θεμελιώδεις βιολογικές διαφορές του φύλου υπάρχουν ακόμα. Τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας, όχι απλά το επιβεβαιώνουν, αλλά υποδεικνύουν πως το κάθε φύλο ανταποκρίνεται διαφορετικά σε συγκεκριμένες ιατρικές θεραπείες.
Οι διαφορές στα σώματα αποδίδονται κυρίως στις στεροειδείς ορμόνες των φύλων. Τα οιστρογόνα για παράδειγμα, δεν σχετίζονται μόνο με την κατανομή του λίπους, αλλά συμβάλουν και στον σχηματισμό των κοκάλων, κάτι που θέτει τις γυναίκες σε μεγαλύτερο κίνδυνο οστεοπόρωσης με την αύξηση της ηλικίας.
Διαφορές ανάμεσα στα φύλα έχουν παρατηρηθεί στις καρδιαγγειακές παθήσεις, το εγκεφαλικό, στο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, στη νόσο Αλτσχάιμερ, στο άσθμα, στον καρκίνο του πνεύμονα, αλλά και σε πολλούς άλλους τύπους καρκίνων. Επίσης σε διαφορές αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος και η σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά και σε ψυχολογικές διαταραχές όπως η διπολική διαταραχή, η σχιζοφρένεια, διαταραχές που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, διατροφικές διαταραχές και διαταραχές ελλειμματικής προσοχής.
Κάτι ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι άνδρες και γυναίκες διαφέρουν σημαντικά στην αντίδρασή τους σε φαρμακευτικές αγωγές. Στις γυναίκες παρατηρούνται περισσότερα περιστατικά αρνητικών αντιδράσεων στα φάρμακα απ ότι στους άνδρες και παρόλο που οι λόγοι δεν είναι πλήρως κατανοητοί, γνωρίζουμε πως η αντίδραση του κάθε φύλου σε κοινά φάρμακα διαφέρει. Αυτές οι διαφορές εν μέρει οφείλονται σε διαφορές που υπάρχουν στο σωματικό βάρος, ύψος, σωματική διάπλαση, σύνθεση σώματος, το συνολικό νερό που υπάρχει στο σώμα και τον μεταβολισμό.
Το γεγονός ότι έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια που καταργήθηκε ο νόμος περί απαγόρευσης εγκύων γυναικών στις ιατρικές έρευνες – ο οποίος αποτέλεσε πάτημα για να αποκλειστούν σε έναν μεγάλο βαθμό οι γυναίκες συνολικότερα από την έρευνα – δεν ήταν αρκετό ώστε να σημειωθεί σημαντική πρόοδος.
Μέχρι η χρηματοδότηση των ερευνών να θέσει ως βασική προϋπόθεση το φύλο για την ανάλυση των αποτελεσμάτων, οι γυναίκες θα βρίσκονται αντιμέτωπες με ανεπαρκή ιατρική φροντίδα και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με αρνητικά αποτελέσματα στην ποιότητα ζωής τους.
GlykouliGr