Έχουμε αναρτήσει πολλές ιστορίες ανθρώπων που πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα και χρόνιες ασθένειες, και που έχουν γνωρίσει στη ζωή τους την κακουχία και την απογοήτευση. Κοινός παρονομαστής σε όλες τις ιστορίες, ήταν η αγάπη και η στήριξη της οικογένειας, πολλές φορές μοναδική υποστήριξη που λάμβανε ο ασθενής.
Στο σημερινό κείμενο της Λίζας Δράκου, με την πολύτιμη συμβολή της στην παρουσίαση των θεμάτων που αντιμετωπίζουν τα ΑμεΑ στην Ελληνική πραγματικότητα, η επιρροή της οικογένειας παρουσιάζεται από μια άλλη οπτική. Το φαινόμενο που δυστυχώς πλήττει κατά κόρον τα παιδιά στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα αυτά να μεγαλώνουν χωρίς να μπορούν να αυτονομηθούν και να δημιουργήσουν την δική τους ζωή όπως πραγματικά τη θέλουν.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι άλλο από την αγάπη της μητέρας, που όταν γίνεται υπερβολική, ευνουχίζει το παιδί και το κρατά δέσμιο σε μια σχέση εξάρτησης. Πράγματι, κάθε μέρα συναντάμε την Ελληνίδα μητέρα να παρατάει τον εαυτό της προκειμένου να φροντίσει τα παιδιά της. Να τους ετοιμάζει φαγητό, να τους καθαρίζει το δωμάτιο, να τους πλένει τα ρούχα και σε όλη τη διάρκεια της ημέρας να τους δίνει οδηγίες για το πόσο πρέπει να φάνε, πόσο πρέπει να διαβάσουν, που πρέπει να πάνε και με ποιόν μπορούν να κάνουν παρέα.
Το αποτέλεσμα είναι φανερό, με ενήλικες που μένουν στο σπίτι μαζί με τους γονείς και που ακόμα και αν κάνουν δική τους οικογένεια, συνεχίζουν να εξαρτώνται από τη φροντίδα και τη συμβολή των γονιών τους. Είναι ένα φαινόμενο που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, στο οποίο πλέον συμβάλλει και η κατάσταση της οικονομίας που δεν επιτρέπει ανοίγματα.
Επιπλέον, είναι γνωστό, ότι η επίδραση της μητέρας στην ψυχολογία και την ανάπτυξη του παιδιού, ακόμη και στην υγεία του, είναι τεράστια. Ενώ τα πρώτα χρόνια το παιδί ταυτίζεται μαζί της, στη συνέχεια ακολουθεί το παράδειγμά της και νιώθει τα συναισθήματά της. Με την κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη και όταν η σχέση είναι υγιής και ισορροπημένη, έρχεται η ώρα που το παιδί αυτονομείται και ξεκινάει τη ζωή του. Όταν όμως η συναισθηματική κατάσταση της μητέρας είναι τέτοια που την κάνει να προσκολλάται στο παιδί και να φοβάται μην το χάσει, τότε έχουμε τις καταστάσεις που περιγράφονται παρακάτω.
Λίζα Δράκου
“Αγάπη Υπερβολική”
Δώρο Θεού και βάλσαμο, είναι η μητρική αγάπη. Η μητέρα είναι αυτή που αναζητάμε με λαχτάρα, όταν σε μια περίπτωση αδυναμίας, χρειαζόμαστε κάποιον να μας φροντίζει. Είναι ο δικός μας άνθρωπος που τον αναζητάμε όταν ασθενήσουμε, στον οποίο ποντάρουμε να μας νοιαστεί «σαν τα μάτια του» σε μια δύσκολη στιγμή. Στο κρεβάτι του πόνου, το χάδι της μητέρας είναι αυτό που μας καθησυχάζει, που μας υπενθυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Και όταν η μητέρα δεν είναι κοντά, δεν είναι λίγες οι φορές που την αναζητάμε λέγοντας «Αχ μανούλα, να ήσουν εδώ».
Η ανάγκη για τη μητρική αγκαλιά είναι ακόμη μεγαλύτερη στην παιδική ηλικία. Τα παιδιά βασίζονται στη μητέρα σε μια ηλικία που είναι εντελώς απροστάτευτα και ανίκανα να φροντίσουν τον εαυτό τους, ιδιαίτερα δε, στην περίπτωση που ασθενήσουν.
Θα ακουγόταν, λοιπόν, εντελώς παράλογο, έως και υβριστικό, αν κάποιος χαρακτήριζε πνιγηρή τη μητρική αγάπη. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η μητέρα προσκολλάται στο παιδί και αρνείται να κόψει τον ομφάλιο λώρο. Που αντί να προσφέρει βοήθεια στο παιδί της, η ίδια γίνεται παρεμβατική και χειριστική και η αγάπη της μετατρέπεται σε κάτι το τοξικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι σίγουρο ότι η ψυχολογία του παιδιού επηρεάζεται αρνητικά και οι αντιδράσεις μπορεί να είναι ποικίλες.
Δύο τέτοιες περιπτώσεις θα παρουσιάσουμε, που η παρουσία της μητέρας, από ευεργετική μετατράπηκε σε δυναστική. Στην πρώτη περίπτωση, η επιρροή της, ήταν μεν ευεργετική για την ασθένεια του παιδιού όσο αυτό μεγάλωνε, έγινε όμως εμπόδιο για την ένταξή του στην κοινωνία και την ψυχολογική του ακεραιότητα. Στην δεύτερη περίπτωση, η ψυχολογική κατάσταση της μητέρας ήταν τέτοια, που προκάλεσε ασθένεια στο παιδί της.
Οχι άλλη αγάπη μαμά.
Η περίπτωση του Γιώργου
Ο Γιώργος Μ στα 17 του είναι ένα πρόσχαρο, ψηλό αγόρι με κλίση στο σχέδιο, που θέλει να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός.
Διαγνώστηκε με διαβήτη τύπου 1 σε ηλικία 6 ετών και από τότε η μητέρα του έγινε ο φύλακας άγγελός του. Φρόντιζε για τα πάντα, για τις μετρήσεις του, για τη διατροφή του και για τη θεραπεία του. Η αφοσίωσή της ήταν τέτοια, που εγκατέλειψε τη δουλειά της για χάρη του. Στις σχολικές εκδρομές, τον ακολουθούσε καθισμένη σε μια γωνίτσα, κρατώντας ένα κουτί χυμό στο χέρι. Όταν τα βράδια, ο Γιώργος, είχε υπογλυκαιμική κρίση, εκείνη έμενε δίπλα του ξύπνια για να τον προσέχει. Το άγχος της ήταν τέτοιο, που είχε σταματήσει να κοιμάται στο συζυγικό δωμάτιο μαζί με τον πατέρα του.
Ο Γιώργος, μεγάλωνε με ασφάλεια και φροντίδα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που του παρείχε προστασία. Χάρις στην αυταπάρνηση της μητέρας του, δεν στερήθηκε τίποτα.
Πέρασαν τα χρόνια, και ήρθε η ώρα που στα 14 του μπορούσε πλέον να φροντίζει τον εαυτό του. Μπορούσε να κάνει τις μετρήσεις του, να κάνει και τις κατάλληλες διορθώσεις και ήξερε ποιες τροφές να επιλέγει. Τη μητέρα του τη λάτρευε, αλλά είχε αρχίσει να τη θέλει πιο μακριά του.
Το πρώτο χτύπημα ήταν όταν τόλμησε να της πει οτι θα κοιμόταν στο σπίτι ενός φίλου του το Σαββατοκύριακο. Η αγωνία στο βλέμμα της ήταν τέτοια, που ο Γιώργος τρόμαξε και το ακύρωσε.
-Από του χρόνου, του είπε εκείνη.
Όμως ο Γιώργος την επόμενη χρονιά δεν πήγε διήμερη στο Βόλο, παρ’ όλο που το σχολείο του διέθετε νοσηλεύτρια -συνοδό.
– Άστο αγόρι μου, μη τύχει κάτι κι είμαι μακριά, ήταν τα λόγια της.
Έφτασε λοιπόν, ο Γιώργος, στα 17 του, να ντρέπεται όταν είναι με τους φίλους του ή με κάποιο κορίτσι, γιατί η μητέρα του, του τηλεφωνεί ανά δεκάλεπτο. Θέλει να της πει ότι δεν αντέχει τόση φροντίδα, αλλά δεν μπορεί γιατί ξέρει ότι εκείνη έκανε τόσα γι’ αυτόν. Έπαψε η ίδια να βγαίνει για να μην τον αφήνει μόνο του στο σπίτι και μετά τον κοιτάει με εκείνο το πονεμένο βλέμμα. Έτσι, ο Γιώργος κλείστηκε στον εαυτό του, και από πρόσχαρο αγόρι, μέρα με τη μέρα, γίνεται και πιο αντιεπικοινωνιακός, ενώ η μητέρα του αναρωτιέται τι φταίει γι’ αυτό.
Η περίπτωση της Ντέμης
Η Ντέμη γεννήθηκε ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν μικρή και η μητέρα της, που έπασχε από σπάνιο αυτοάνοσο νόσημα, αφοσιώθηκε σε εκείνη και τη μεγάλωσε μόνη της.
Στα 16 της, η Ντέμη ξαφνικά άρχισε να μη νιώθει καλά. Άρχισε να έχει κρίσεις με πονοκέφαλο, μούδιασμα και ζάλη. Η μητέρα της τρελάθηκε από την αγωνία και την έτρεξε στους γιατρούς. Μετά από άπειρες εξετάσεις και γνώμες ειδικών, ήρθε και η γνωμάτευση. Διαταραχή πανικού και κρίσεις άγχους. Η μητέρα, έπεσε από τα σύννεφα κι αναρωτιονταν γιατί η κόρη της δεν της είχε αναφέρει ποτέ κάτι, αφού οι δυο τους ήταν “αυτοκόλλητες”.
Στον ψυχολόγο της, λοιπόν, η Ντέμη εκμυστηρεύτηκε ότι απο 5 ετών, η μητέρα της την έτρεχε καθε χρόνο σε 5-6 γιατρούς για να βεβαιωθεί ότι δεν έπασχε και εκείνη από αυτοάνοσο και ότι της έδινε προληπτικά βιταμίνες κι ένα σωρό σκευάσματα για την τόνωση του ανοσοποιητικού, χωρίς το παιδί να έχει κάποιο πρόβλημα. Επιπλέον, ότι κάθε φορά που είχε ένα απλό κρυολόγημα, η μητέρα της έκανε μόνη της λάθος διαγνώσεις, έλιωνε από αγωνία και τη ρωτούσε κάθε 5 λεπτά αν είχε βάλει θερμόμετρο.
Ο ψυχολόγος, ζήτησε από τη μητέρα να αρχίσει η ίδια ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες για φοβία και κατάθλιψη. Εκείνη όμως αρνήθηκε, λέγοντας ότι είναι μια χαρά κι ότι για το άγχος της κόρης της ευθύνονται οι πολλές σχολικές υποχρεώσεις. Χαρακτήρισε ανοησίες τα περί κατάθλιψης και είπε ότι οι γιατροί όλα εκεί τα αποδίδουν.
Στις δυο περιπτώσεις που είδαμε, τα παιδιά υποφέρουν από ΑΓΑΠΗ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ.
Δεν υπάρχει πιο μεγάλη και άδολη αγάπη από τη μητρική. Το παιδί για τη μάνα είναι το φως της ζωής της. Από τη μέρα της γέννησής του, θα του αφιερωθεί ολόψυχα, θα το αγκαλιάσει, θα το νοιαστεί και θα απλώσει γύρω του προστατευτικές φτερούγες.
Ο στόχος, όμως, κάθε μητέρας και κάθε γονέα, πρέπει να είναι να μπορέσει το παιδί μια μέρα να σταθεί στα πόδια του. Να γίνει ένας ανεξάρτητος ενήλικας, χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και σύνδρομα.
Η μητέρα, θα πρέπει να μαθαίνει το παιδί της από μικρή ηλικία να είναι ανεξάρτητο και να το προετοιμάζει με εκπαίδευση και καθοδήγηση για τη μέρα που δεν θα την χρειάζεται πλέον. Κάποιες μητέρες όμως, δεν αντέχουν στη σκέψη ότι το παιδί θα ανοίξει τα φτερά του. Σύμφωνα με τους ειδικούς, πίσω από την προσκόλληση στο παιδί, πολλές φορές κρύβεται η ανυπαρξία προσωπικής ζωής, η έλλειψη φίλων, η αδιαφορία από τον σύζυγο και πολλές άλλες τέτοιες καταστάσεις. Δεν είναι σπάνιο πίσω από την υπερβολική φροντίδα να κρύβεται μια μητέρα που νιώθει μοναξιά και φόβο.
«Ζω για τη μέρα που θα φύγω για σπουδές» λέει ο Γιώργος. «Τελευταία, η μητέρα μου δείχνει να έχει αμφιβολίες για το αν θα τα καταφέρω μόνος μου. Προτείνει να βρω μια “ασφαλή” θέση στο δημόσιο. Όμως, αυτή τη φορά, δε θα υποχωρήσω. Η ζωή μου, μου ανήκει. Δε θα είμαι για πάντα το “μωρό” της.»
Για τη Ντέμη τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Οταν αναφέρει στη μητέρα της ότι σκέφτεται στα 18 της να βρει μια δουλειά και να μείνει μόνη της, εκείνη ξεσπά σε κλάματα και φωνάζει πως την χρειάζεται, πως είναι βαριά άρρωστη και μπορεί να πεθάνει.
«Πνίγομαι» λέει η Ντέμη. Μοιάζει να είναι εκείνη το φοβισμένο παιδί. Νιώθω ότι με εκβιάζει συναισθηματικά για να μείνω μαζί της. Μια ζωή τάχα φοβάται να μην πεθάνει, ενώ η ασθένειά της είναι ελεγχόμενη και το ξέρει. Θέλω να της πω να μη με αγαπά τόσο πολύ γιατί δεν το αντέχω.»
Η υπερβολή φθείρει τις σχέσεις και καταστρέφει τα συναισθήματα. Οι γονείς που αγαπάνε πραγματικά τα παιδιά τους και θέλουν να έχουν μαζί τους μια ουσιαστική και στενή σχέση, πρέπει να ζουν για τη μέρα που εκείνα θα φύγουν από τη ζεστή τους φωλιά. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, είναι σαν να τα ευνουχίζουν. Όταν δημιουργούνται σχέσεις αρρωστημένης εξάρτησης, το παιδί δε θα μπορέσει ποτέ να σταθεί στα πόδια του και το συναίσθημα της αγάπης θα μεταβληθεί σε μίσος και απώθηση. Το σίγουρο είναι ότι μια μέρα θα ανοίξει την πόρτα και δε θα ξανακοιτάξει ποτέ πίσω.
Όταν λοιπόν το μέτρο χάνεται, οι γονείς πρέπει να ξεπεράσουν τα ταμπού που έχουν και να αναζητήσουν βοήθεια από ειδικό, ώστε να νιώσουν ανακούφιση. Διαφορετικά μπορεί να καταστρέψουν τη ζωή και την υγεία των παιδιών τους από την πολλή αγάπη.
Που καταλήγουμε
Η αγάπη της μάνας είναι αδιαμφισβήτητα δώρο Θεού. Τίποτα δεν είναι πιο σκληρό και απάνθρωπο για ένα παιδί από το να είναι ορφανό ή να παραμελείται. Κι αλλοίμονο στο παιδάκι που θα φωνάξει “μαμά” και κανείς δε θα του απαντήσει. Ωστόσο, για να μη μετατραπεί αυτή η ευλογία σε κατάρα, χρειάζεται σύνεση, μέτρο και ψυχραιμία.
Η μητέρα, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το παιδί της δεν της ανήκει, αλλά ότι έχει το χρέος να το παραδώσει στην κοινωνία ως αυτόνομο άνθρωπο. Εκείνο, από την πλευρά του, δεν θα αντικαταστήσει ποτέ τη μητέρα του στην καρδιά του. Ο δεσμός της μητέρας με το παιδί είναι τόσο αρχέγονος και βαθύς, που καμιά μητέρα δε χρειάζεται να ανησυχεί μήπως πάψει να είναι η πρώτη σκέψη του παιδιού της. Κι αυτό δεν θα αλλάξει αν το παιδί φύγει απ’ την πατρική εστία, σπουδάσει και κάνει οικογένεια. Αντιθέτως, όσο πιο ελεύθερο και ανεξάρτητο νιώθει, τόσο μεγαλύτερο σεβασμό θα έχει σε εκείνη, που το γαλούχησε ώστε να γίνει ένας άνθρωπος με προοπτική να είναι ευτυχισμένος και ισορροπημένος.
Όταν η μητέρα νιώθει υπερβολική ανησυχία, ή κάποιο κενό, πρέπει αναγνωρίσει τι της συμβαίνει και να αντιμετωπίσει τα θέματά της χωρίς να επιβαρύνει το παιδί με συναισθηματικούς εκβιασμούς.
Στην αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε παιδιά μπερδεμένα, ανίκανα να συνάψουν σωστές σχέσεις, φοβικά και ανασφαλή. Πρόκειται για ένα θλιβερό φαινόμενο, που δυστυχώς είναι ιδιαίτερα συχνό στην ελληνική οικογένεια, με γιούς και κόρες που συγκατοικούν με τη μητέρα τους μέχρι τα βαθιά γεράματα, χωρίς να μπορούν να απεγκλωβιστούν και να χαράξουν δική τους πορεία ζωής.
Λίζα Δράκου