Το τεστ της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης A1C, θεωρείται εδώ και καιρό ως η πιο αξιόπιστη εξέταση για τη διάγνωση του διαβήτη. Συγκεκριμένα, μια τιμή A1C 5,7%, που αποτελεί και το όριο των φυσιολογικών τιμών, υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί σε έναν μέσο όρο 117mg/dL γλυκόζης στο αίμα. Όταν η τιμή της βρίσκεται μεταξύ 5,7% – 6,4%, θεωρείται ότι αποτελεί κριτήριο για διάγνωση προδιαβήτη, ενώ όταν βρίσκεται πάνω από 6,5%, αποτελεί ένδειξη διαβήτη.
Ωστόσο, σύμφωνα με νέα έρευνα, η οποία παρουσιάστηκε στο ετήσιο ενδοκρινολογικό συνέδριο ENDO 2019 που έλαβε χώρα στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ, η εξέταση της A1C είναι πολύ λιγότερο ακριβής απ’ ότι θεωρούσαμε μέχρι σήμερα, ως προς τη διάγνωση του διαβήτη. Μάλιστα, η έρευνα κατέληξε στο συπέρασμα ότι η εξέταση A1C έγινε η αιτία για λανθασμένη έλλειψη διάγνωσης στο 70% των περιπτώσεων.
Η έρευνα
Ερευνητές από το Εθνικό Ιατρικό Κέντρο της πόλης City of Hope, στην California των ΗΠΑ, και από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Κάνσας, διεξήγαγαν έρευνα προκειμένου να συγκρίνουν την διαγνωστική επίδοση της εξέτασης (ακρίβεια και ευαισθησία) σε σχέση με την εξέταση της καμπύλης σακχάρου. Ενώ η εξέταση της A1C αντιπροσωπεύει μια εκτίμηση των μέσων επιπέδων γλυκόζης στο αίμα κατά τη διάρκεια αρκετών μηνών, η καμπύλη σακχάρου μετρά τη διακύμανση των επιπέδων της σε πραγματικό χρόνο, μετά από κατανάλωση μεγάλης ποσότητας γλυκόζης.
Οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα που συλλέχθηκαν από 9.000 ενήλικες μεταξύ του 2005 – 2014, οι οποίοι δεν είχαν διαγνωστεί με διαβήτη. Ανέλυσαν το δείκτη μάζας σώματος, τα επίπεδα γλυκόζης όταν ήταν νηστικοί, τα επίπεδα της A1C, καθώς και τα αποτελέσματα της καμπύλης σακχάρου. Επίσης έλαβαν υπόψη φυλετικά κριτήρια ως προς την ακρίβεια της διάγνωσης.
Ευρήματα
Έκπληξη αποτέλεσε το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έρευνα, το 73% των περιπτώσεων ατόμων που είχαν διαβήτη, δεν αναγνωρίστηκε από την εξέταση A1C, αλλά από τη καμπύλη σακχάρου. Ένα άλλο πόρισμα της έρευνας, ήταν ότι η φυλή αποτελεί παράγοντα που επηρεάζει τη διαγνωστική ακρίβεια.
Σε απόσπασμα από το κείμενο της παρουσίασης της έρευνας, αναφέρεται ότι:
“Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι στην προσπάθεια να διαπιστώσουμε αν ένα άτομο έχει φυσιολογική ανοχή στη γλυκόζη, ή αν βρίσκεται σε κάποιο διαβητικό στάδιο, τα αποτελέσματα της εξέτασης A1c ήταν αναξιόπιστα, με την τάση να μην γίνεται αντιληπτή η ύπαρξη διαβήτη, ενώ λανθασμένα να θεωρείται φυσιολογική η ανοχή της γλυκόζης σε κάποια άτομα. Επιπλέον, η φυλή και η εθνικότητα επηρεάζουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της εξέτασης A1C. Έτσι, πιστεύουμε ότι η A1C δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται αυτόνομα για τη διαπίστωση των διαφόρων επιπέδων ανοχής στη γλυκόζη.”
Η Dr. Maria Mercedes Chang Villacreses, επικεφαλής της αναγραφής των αποτελεσμάτων της έρευνας, σχολίασε ότι:
“Η εξέταση A1c έδειξε ότι αυτά τα άτομα είχαν φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης, ενώ δεν είχαν. Βάσει αυτών των αποτελεσμάτων, θεωρούμε ότι η εξέταση A1C δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται από μόνη της για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ύπαρξης διαβήτη, ιδιαίτερα όταν ένας ασθενής βρίσκεται σε προδιαβητικό στάδιο, ή έχει αυξημένους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση διαβήτη. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την εξέταση καμπύλης σακχάρου για ακρίβεια. Θέλουμε να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη διαβήτη όσο το δυνατόν συντομότερα ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε και να έχουμε τη δυνατότητα να αποτρέψουμε τις επιπλοκές. Ο καλύτερος τρόπος να το κάνουμε αυτό είναι να χρησιμοποιούμε την εξέταση σε συνδυασμό με την εξέταση καμπύλης σακχάρου.”
Συμπεράσματα
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Διαβήτη, πάνω από το 20% των Αμερικάνων που πάσχουν από διαβήτη δεν έχουν διαγνωστεί. Πρόκειται για ένα ποσοστό που από μόνο του είναι πολύ μεγάλο, και με αυτήν την καινούρια έρευνα, φαίνεται ότι η συνηθισμένη πρακτική που ακολουθείται και βασίζεται στην εξέταση A1C για τη διάγνωση του διαβήτη μπορεί να σημαίνει ότι το ποσοστό αυτό είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερο.
Καθώς η συχνότητα εμφάνισης διαβήτη αυξάνεται, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να υπάρξει ενημέρωση και να βελτιωθούν οι τακτικές που ακολουθούνται για την ακριβή και έγκαιρη διάγνωση καθώς και να αναπτυχθούν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης και αντιμετώπισης.
Πηγή: diabetesdaily.com