Πιο ακριβή από τον χρυσό έχει καταλήξει να είναι η ινσουλίνη στις ΗΠΑ, αναγκάζοντας τα άτομα που πάσχουν από διαβήτη να επιλέξουν μεταξύ φαγητού και φαρμάκου. Στην χώρα που πρωτοπορεί στις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, γιατροί αναφέρουν πως διαβητικοί ασθενείς μειώνουν τις ποσότητες ινσουλίνης που λαμβάνουν για να αγοράσουν φαγητό, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στο Νοσοκομείο με σοβαρές επιπλοκές, ή στη χειρότερη περίπτωση, να πεθαίνουν.
Σύμφωνα με στοιχεία του ADA, μέσα σε μια δεκαετία η τιμή της ινσουλίνης τριπλασιάστηκε.
Τι λένε οι ασθενείς
Ένας πατέρας διαβητικού παιδιού είπε στα CBS NEWS ότι το 2017 το κόστος της ινσουλίνης για 90 ημέρες θεραπείας του γιου του ήταν 300 δολάρια, ενώ στις αρχές του 2018 είχε φτάσει τα 900 δολάρια.
Παρόμοια ήταν η μαρτυρία μιας νεαρής μητέρας, της Jennifer Brown, η οποία πρόσφατα είπε στο ψηφιακό τηλεοπτικό κανάλι WBMA του Μπίρμπινγκχαμ στην Αλαμπάμα ΗΠΑ, ότι ένα συνταγογραφημένο φιαλίδιο ινσουλίνης κόστιζε 50 δολάρια και έχει φτάσει στα 300.
Τέλος, η Chloe Grill, άλλη μια ασθενής που μίλησε στο WBMA, ανέφερε πως μέσα σε ένα μήνα οι τιμές της σύριγγας και των λουρίδων δοκιμής που χρησιμοποιεί ανέβηκαν κατά 20 δολάρια.
Η πιο συνταρακτική περίπτωση όμως, είναι αυτή του Alec Smith, ο οποίος πέθανε από διαβητική κετοξέωση το 2017 γιατί δεν είχε χρήματα να αγοράσει την ινσουλίνη που χρειαζόταν.
Η ιστορία του Alec Smith
Λίγο πριν κλείσει τα 24 του χρόνια, ο Alec Reashawn Smith δεν αισθανόταν καλά και νόμιζε ότι είχε κολλήσει γρίπη. Λίγες μέρες αργότερα πήγε στον γιατρό, και το προσωπικό του ιατρείου αμέσως έλεγξε τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα του. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι ήταν ανεβασμένα σε επικίνδυνο βαθμό – το σώμα του Smith είχε σταματήσει να παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη ζωτικής σημασίας που επιτρέπει στο σώμα να μετατρέπει τη γλυκόζη στην ενέργεια που χρειάζεται ο οργανισμός για να λειτουργήσει.
Όπως 1,24 εκατομμύρια άλλοι Αμερικάνοι, ο Smith διαγνώστηκε με Διαβήτη Τύπου 1. Πρόκειται για ένα αυτοάνοσο νόσημα που προκαλείται όταν τα λευκά αιμοκύτταρα επιτίθενται στο πάγκρεας καταστρέφοντας τα κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη. Για τον Διαβήτη τύπου 1 δεν υπάρχει θεραπεία, και η ασθένεια δεν μπορεί να ελεγχθεί με χάπια ή άλλες μη επεμβατικές μεθόδους. Ο ασθενής πρέπει να λάβει τεχνητή ινσουλίνη με τη μορφή ένεσης αρκετές φορές την ημέρα.
«Χωρίς ινσουλίνη, άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου 1 πεθαίνουν» είπε ο David Nathan, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ σε συνέντευξη στο Harvard Political Review. «Και δεν πεθαίνουν με το πέρας του χρόνου, αλλά μέσα σε μία εβδομάδα».
Η διάγνωση άλλαξε τη ζωή του Smith, που ήταν τότε σερβιτόρος στο Khan’s Mongolian Barbeque στο Richfield της Μινεσότα. Στην αρχή του ήταν δύσκολο να διατηρήσει τον τρόπο ζωής του – του άρεσε να πηγαίνει για πεζοπορίες, να ψαρεύει, να πηγαίνει σε συναυλίες – με τον καιρό όμως ο ενδοκρινολόγος του, σε συνεργασία με τον διατροφολόγο του, κατάφεραν να τον βοηθήσουν να ελέγξει τον διαβήτη του.
Ο Smith, για δύο χρόνια έλεγχε την ασθένειά του σχετικά καλά. Ωστόσο η θεραπεία ήταν δαπανηρή, και δύσκολα μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά, ακόμη και αφού είχε προαχθεί σε διευθυντής. Οι επισκέψεις στο γιατρό, σε συνδυασμό με τα ακριβά φάρμακα που τον κρατούσαν στη ζωή, ήταν ένα κόστος που ακόμη και με την ασφάλεια, ήταν δυσβάσταχτο. Η συμμετοχή του στα φάρμακα ήταν γύρω στα 200-300 δολάρια το μήνα. Ο Smith, κατά καιρούς δανειζόταν χρήματα από τη μητέρα του, τη Nicole Smith-Holt, για να μπορεί να πληρώσει τα φάρμακά του.
Στις 20 Μαΐου του 2017, ο Smith έγινε 26 χρονών και δεν τον κάλυπτε πλέον η ασφάλεια των γονιών του. Όντας ανύπαντρος και με καλή δουλειά, δεν μπορούσε να λάβει επιδόματα. Ψάχνοντας για ασφάλεια (στις ΗΠΑ δεν υπάρχει κρατική ασφάλεια, οι πολίτες ασφαλίζονται ιδιωτικά), η πιο οικονομική περίπτωση κόστιζε 450 δολάρια το μήνα με εκπιπτόμενο ποσό 7600 δολάρια (δηλαδή θα έπρεπε να πληρώσει από την τσέπη του 7600 δολάρια πριν αρχίσει να τον καλύπτει η ασφάλεια). Ο Smith θα μπορούσε να πληρώνει τη μηνιαία συνδρομή, αλλά το εκπιπτόμενο ποσό ήταν πολύ μεγάλο. Αν και ολόκληρη η οικογένεια έψαχνε λύση με τις ασφάλειες από τον Φεβρουάριο, ο Smith αναγκάστηκε να μείνει ανασφάλιστος.
Στις αρχές Ιούνη που πήγε να πάρει την ινσουλίνη του από το φαρμακείο, ο λογαριασμός χωρίς την ασφάλεια, ξεπερνούσε τα 1300 δολάρια. Εκείνη την ημέρα δεν είχε χρήματα για να αγοράσει τα φάρμακά του και αποφάσισε να κάνει οικονομία στην ινσουλίνη μέχρι να πληρωθεί. Δεν είπε ποτέ στην οικογένειά του ότι προσπαθούσε να μειώσει τους υδατάνθρακες που λάμβανε ώστε να μειώσει τη δόση που χρειαζόταν.
«Ήξερε ποια σημάδια έδειχναν ότι ο διαβήτης του ήταν εκτός ελέγχου» είπε η μητέρα του στο HPR. «Αλλά όταν το σώμα σου αρχίζει και κλείνει διακόπτες, οι αποφάσεις που παίρνεις δεν είναι και με πολύ σώας τα φρένας».
Στις 25 Ιουνίου, ο Smith πήγε για δείπνο με την κοπέλα του, και διαμαρτυρήθηκε ότι τον πόναγε το στομάχι του. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδε κανείς ζωντανό. Την επόμενη μέρα έλειψε από τη δουλειά και στις 27 Ιουνίου βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του.
Η τιμή της ινσουλίνης.
Σε πρόσφατο άρθρο που είχε δημοσιευτεί στο Glykouli είχαμε αναλύσει μερικές από τις αιτίες για την υψηλή τιμή της ινσουλίνης. Σε αυτές έρχονται να προστεθούν οι προμήθειες διάφορων μεσαζόντων καθώς και το γεγονός ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχει καμία κρατική παρέμβαση στις τιμές των προϊόντων.
Σε άρθρο του στο NBCI, ο Dr. Hirsch, σύμβουλος των εταιριών Abbott Diabetes Care, Intarcia, and Roche Pharmaceuticals, ανέφερε ότι μια ασθενής του, του είπε ότι «η ινσουλίνη μου πλέον κοστίζει περισσότερο από το δάνειο του σπιτιού μου».
Σύμφωνα με τον Dr. Hirsch, η τιμή της ινσουλίνης τη δεκαετία του 1990 ήταν χαμηλή, με τα ανάλογα ινσουλίνης να κοστίζουν περί τα 24 δολάρια το φιαλίδιο. Το 2005, η τιμή είχε ανέβει στα 60 δολάρια, ωστόσο οι Αμερικάνοι διαβητικοί που διέθεταν ασφάλεια ακόμη άντεχαν το κόστος του φαρμάκου. Μια δεκαετία αργότερα, η τιμή του κάθε φιαλιδίου έχει ξεπεράσει τα 200 δολάρια, και ακόμη και για τους ασφαλισμένους διαβητικούς, η συμμετοχή είναι τόσο μεγάλη, που πρέπει να επιλέξουν αν θα αγοράσουν τα φάρμακά τους ή αν θα αγοράσουν φαγητό.
Ταξίδια στο Μεξικό και τον Καναδά
Μην έχοντας άλλο τρόπο να ανταπεξέλθουν σε αυτό το κόστος που στην ουσία τους σπρώχνει στο θάνατο, πολλοί διαβητικοί στις ΗΠΑ επιδίδονται στον λεγόμενο «ιατρικό τουρισμό». Αυτό σημαίνει ότι κάνουν συχνά ταξίδια είτε στο Μεξικό, είτε στον Καναδά προκειμένου να προμηθευτούν τις ποσότητες ινσουλίνης που χρειάζονται για τους επόμενους έξι μήνες.
Η Lindsey Comberger που ζει με το διαβήτη για πάνω από 33 χρόνια, ανακάλυψε κατά τύχη ότι μπορούσε να εξοικονομήσει χρήματα με την αγορά ινσουλίνης από το Μεξικό. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, της έπεσε το φιαλίδιο ινσουλίνης και έσπασε, οπότε έτρεξε εσπευσμένα σε φαρμακείο για να την αντικαταστήσει. Ενώ ήταν προετοιμασμένη να πληρώσει ό,τι θα πλήρωνε αν βρισκόταν στη χώρα της, ο φαρμακοποιός της ζήτησε 30 δολάρια.
Από τότε η Comberger πηγαίνει στο Μεξικό για να αγοράσει την ινσουλίνη της. Κάθε φορά προμηθεύεται 10-15 φιαλίδια, ποσότητα που της αρκεί για περίπου 6 μήνες. Το κόστος για αυτά τα φιαλίδια φτάνει στα 336 δολάρια, ενώ το αντίστοιχο κόστος στην Αμερική θα ήταν 4.800 δολάρια. Δεν έχει πάρει ποτέ μαζί της συνταγή, ή ακόμη και χαρτί γιατρού. Κάθε φορά δείχνει στο φαρμακείο μια φωτογραφία από το φιαλίδιο που θέλει να αγοράσει και το προμηθεύεται χωρίς κανείς να τη ρωτήσει τίποτα.
Αντίστοιχες μαρτυρίες υπάρχουν για αγορές ινσουλίνης από τον Καναδά.
Είναι νόμιμο αυτό;
Ο FDA, ο αμερικανικός οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων, αναφέρει ότι είναι παράνομο να εισάγονται φάρμακα στις ΗΠΑ για προσωπική χρήση. Παρ’ όλα αυτά, οι αρχές επιτρέπουν στους ασθενείς να εισάγουν ορισμένα φάρμακα σε ποσότητα που αρκεί για τρεις μήνες. Αυτό, όπως αναφέρει ο Tom McGinnis, ο διευθυντής του FDA για φαρμακευτικά θέματα, συμβαίνει γιατί ο οργανισμός δεν ασχολείται με ατομικές υποθέσεις, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι κάποιος να μη βγάζει χρήματα από αυτήν την πρακτική.
Μιας και είναι παράνομο, αυτό το ταξίδι είναι επίφοβο, ωστόσο, σύμφωνα με το Diabetes Daily, μαρτυρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφέρουν ότι το προσωπικό του FDA, κατά κύριο λόγο δεν επεμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η δίκη
Από το 2017, το δικηγορικό γραφείο Hagens Berman, εκπροσωπώντας τους αμερικάνους διαβητικούς, έχει καταθέσει μήνυση εναντίων των τριών κορυφαίων εταιρειών παραγωγής φαρμάκων για το διαβήτη.
Οι Sanofi, Novo Nordisk και Eli Lilly κατηγορούνται ότι έχουν εκτοξεύσει τις τιμές της ινσουλίνης με μη δίκαιο τρόπο. Τα στοιχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον τους έχουν να κάνουν με την κατακόρυφη αύξηση της τιμής των φαρμάκων τους, καθώς και με τις επιπτώσεις που αυτό έχει στους ασθενείς.
Η κίνηση ξεκίνησε από την T1 International, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό στην Αγγλία, που έφερε τους ασθενείς σε επαφή με το δικηγορικό γραφείο. Έτσι, οι διαβητικοί ασθενείς έχουν βρει έναν τρόπο να συσπειρωθούν εναντίων των εταιριών και να αντεπιτεθούν έχοντας ως στόχο οι τιμές τις ινσουλίνης να γίνουν πιο προσιτές.
Η απάντηση των εταιριών ήταν ότι οι ενάγοντες «επιδιώκουν να ποινικοποιήσουν μια θεμελιώδη πτυχή της φαρμακευτικής βιομηχανίας» και ότι «απέτυχαν να αποδείξουν οποιαδήποτε δόλια, άδικη ή αδικαιολόγητη συμπεριφορά».
Παρ’ ότι είναι μια δυναμική κίνηση εκ μέρους της κοινότητας των διαβητικών, είναι γνωστό ότι τέτοιου είδους αγωγές παίρνουν χρόνια για να ολοκληρωθούν, και ως συνήθως αυτοί που χάνουν είναι οι ασθενείς. Η καλή αρχή όμως έγινε, μιας και το αμερικανικό δικαστήριο δέχτηκε να ακούσει τα στοιχεία που έχουν να παρουσιάσουν οι ενάγοντες, και δεν απέρριψε την υπόθεση κατευθείαν.
Glykouli.gr
Πηγές: atexnos.gr, ncbi, harvardpolitics.com, diabetesdaily