«Αν υπάρχει ένα άτομο μαχητικό στην Διαβητική Κοινότητα που πρέπει να γνωρίζεις, αυτό είναι η Ρούλα», έτσι μου είχε πει ο Θανάσης πριν την φωνάξει να μας συστήσει. Από τότε έχουν περάσει 10 χρόνια και μέσα σε αυτά τα χρόνια ήταν πολλές οι συναντήσεις μας και οι συνεργασίες μας, που μας έφεραν πιο κοντά.
Η άσχημη είδηση ήρθε την Τέταρτη 20/11 νωρίς το πρωί και ήταν απρόσμενη. Ακριβώς την επόμενη ήταν το τελευταίο «αντίο», προσπαθώ να γράψω και δεν κυλάνε τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο, σταματάω συνέχεια και σκέφτομαι. Η απώλεια ενός ανθρώπου είναι πάντα θλιβερό γεγονός, η απώλεια ενός ανθρώπου από την κοινότητά μας, είναι ακόμα πιο δυσβάσταχτη.
Την Πέμπτη πήγα στην κηδεία, δεν τόλμησα να πλησιάσω, δεν άντεχα. Είχα γνωρίσει τον άντρα της και τον γιο της, αυτόν σκεφτόμουνα συνέχεια. Ίσως γιατί πριν λίγα χρόνια διαγνώστηκε και αυτός με διαβήτη, ίσως γιατί είναι ένα απίστευτα καλό παιδί, ευγενικό και ήρεμο και της μοιάζει πολύ, ίσως γιατί είχα διακρίνει πόση αδυναμία του είχε!
Θυμάμαι, τον πόνο της, όταν ο Βασίλης διαγνώστηκε. Ήταν μια απλή μάνα που πονάει. Η γνώση, η πείρα της, το κουράγιο που έδινε πάντα στους πάντες, εκείνη την στιγμή της διάγνωσης του γιου της, δεν μέτραγε. Ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει η νόσος αυτή και πόνεσε, όπως πονάει η κάθε μάνα για την κάθε χρόνια, δύσκολη, νόσο του παιδιού της. Νομίζω τον πόνο της δεν τον έδειξε στον Βασίλη όσο σε εμάς. Φάνηκε ότι της πήρε αυτός ο πόνος μόνο λίγες μέρες γιατί ήξερε να πολεμάει και να στέκεται. Ένιωσα ότι ο Βασίλης μέσα στο άσχημο νέο της νόσου, είχε τον καλύτερο σύμμαχο μαζί του, την μαμά του και έτσι ήταν.
Την Πέμπτη, στην κατάμεστη κηδεία, κοίταγα, σκεφτόμουνα, είχα άρνηση να πιστέψω που ακριβώς βρίσκομαι, τι ακριβώς κάνουμε εκεί. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος σαν γεγονός δεν χωράει στον ανθρώπινο νου, τον ξεπερνά. Αυτός ο θάνατος ήταν ακόμα πιο περίεργος. Η μνήμη του Νίκου Φιλίππου είναι ακόμα νωπή στο μυαλό μου, τον θυμάμαι να λέει «άμα τα καταφέρω θα τους πάρει και θα τους σηκώσει που δεν λένε για την σύνδεση του Διαβήτη με την ζημιά στην καρδιά», το έλεγε με τόση αγανάκτηση και αυτή ακριβώς η αγανάκτηση ερχόταν σαν βοή στα αυτιά μου την Πέμπτη γιατί ενώ η θεραπεία της για τον καρκίνο που πάλευε, χωρίς παράπονο, πήγαινε καλά, η ζωή της έφυγε από ανακοπή. Η καρδιά της δεν άντεξε. Έτσι είπαν.
Το σώμα ενός ανθρώπου διαβητικού είναι ευάλωτο, είναι κουρασμένο, είναι πιο αδύναμο. Αυτά σκεφτόμουνα. Πόσο ο διαβήτης κουράζει το σώμα μας. Και τώρα κείτεται εκεί το σώμα της που κουράστηκε και αποφάσισε η καρδιά να την αναπαύσει και όλοι εμείς οι άλλοι, στεκόμασταν εκεί. Εμείς που έχουμε διαβήτη και παλεύουμε την κάθε μέρα και η κάθε μέρα μας κουράζει όλο λίγο πιο πολύ, δίναμε το τελευταίο αντίο σαν να λέγαμε αντίο μαζί και στην μέρα που βασανίζει το σώμα μας.
Μπήκα μέσα και άναψα ένα κεράκι, το άναψα παρακαλώντας από εκεί που είναι να προστατεύει τον Βασίλη, αυτό αυθόρμητα μου βγήκε. Κοίταζα την Χριστίνα με το μωρό στον μάρσιπο, άκουγα τις γύρω αντλίες να χτυπάνε, την Σιμέλα με πρησμένα από το κλάμα μάτια και ξανά έσκαγε με ανακούφιση, το βλέμμα μου στο γελαστό μωρό της Χριστίνας, να το προστατεύει στα στήθη της και να δίνει ταυτόχρονα bolus στην αντλία της. Στο τραπέζι, που κάτσαμε πολύ αργότερα, η Τόνια μου είπε ότι η δικιά μας, η Πέπη, γέννησε. Ένας φεύγει, ένας έρχεται και ο διαβήτης σαν νόσος μένει, με κάθε χρονιά που περνάει να έρχονται πιο νέες τεχνολογίες, με κάθε χρονιά που περνάει να νιώθουμε πιο κουρασμένοι, με κάθε χρονιά που περνάει να αυξανόμαστε αριθμητικά, σε μια επιδρομή διαγνώσεων νέων γλυκών ανθρώπων.
Ήταν η ώρα να τσεκάρω το σάκχαρό μου και αυθόρμητα το ίδιο έκανε και ο Σπύρος δίπλα μου, βγάλαμε το σκάνερ και είδαμε το σάκχαρό μας, ενώ ένα παιδί μας πλησίασε και μας είπε ότι πριν λίγους μήνες πέθανε ο πατέρας του και τα έσοδα της οικογένειας μειώθηκαν τραγικά, είναι ανασφάλιστος και έχει εκείνα τα μηχανάκια που μετράνε το ίδιο αναξιόπιστα όσο και κάποιο φθηνό παιχνίδι του Jumbo. Πόνεσε η ψυχή μου, κοίταξα ψηλά στον ουρανό, πόσος αγώνας χρειάζεται ακόμα για τα αυτονόητα; Δεν γίνεται εμείς να έχουμε πρόσβαση στην καινούργια τεχνολογία και οι ανασφάλιστοι να μην έχουν καν αξιόπιστα διαβητόμετρα.
Τα πηγαδάκια έξω από την εκκλησία πολλά, όλα μίλαγαν για καρκίνους συντρόφων και συγγενών, την στιγμή που τα χέρια μας κράταγαν πολλά τσιγάρα, άκουσα τον Ιορδάνη να λέει: “πόσο οξύμωρο είναι όταν συχνά λέμε να πάρω μια ανάσα και σταματάμε ό,τι κάνουμε για να ανάψουμε ένα τσιγάρο».
Αποχωρήσαμε από την εκκλησία και πήγαμε στο νεκροταφείο, ακολουθούσα από απόσταση, τόση απόσταση όση να μην δω ότι δεν ήθελα αλλά και όποιον δεν ήθελα. Ο θάνατος φέρνει στεναχώρια και οργή και δεν είναι η στιγμή που ανέχεσαι υποκρισίες. Αυτή ακριβώς η σκέψη που έκανα ενώ απέφευγα να αντικρύσω απατεώνες που δεν εκτιμάνε την ζωή, με τάραξε. Παίρνουμε ως δεδομένη την ζωή μας, ως τα βαθιά γεράματα, έτσι νομίζουμε. Ειδικά αυτοί που δεν έχουν κάποιο νόσημα αρπάζουν ό,τι μπορούν χωρίς να νοιάζονται για τον άλλον. Οι άνθρωποι πράττουν συχνά με κακία, πράξεις άδικες εις βάρος συνανθρώπων τους. Βάζουν το κέρδος πάνω από τον άνθρωπο και αντιλαμβάνονται την πάρτη τους, σαν έναν άπληστο θεό που έχει την δύναμη και την ανοχή να αδικεί κατάφορα και έτσι συνεχίζουν και ζούνε! Πως μπορείς μπροστά στον θάνατο να νιώθεις ικανοποίηση από την ζωή σου, αν είσαι «βρώμικος»; Απέφυγα να τον κοιτάξω. Περίμενα να ρίξω το τελευταίο λουλούδι και να το σκεπάσει το χώμα, ενώ φανταζόμουνα την ψυχή της απελευθερωμένη, απαλλαγμένη από άδικες και άνισες μάχες.
Το στεφάνι έγραφε «μαχήτρια» και ήταν η λέξη που την περιγράφει την Ρούλα απόλυτα, ήταν το μόνο χαμόγελο που έριξα κοιτάζοντάς το. Υπογράφει ο Σύλλογος Διαβητικών Αθήνας που πλέον με μια ακόμα άξια πρόεδρο να ακολουθεί, έχει να ολοκληρώσει τις μάχες που η Ρούλα δεν πρόλαβε και όλοι εμείς πρέπει να είμαστε δίπλα του!
Αν υπάρχει ένας τρόπος να φεύγεις και να αισθάνεσαι ικανοποίηση, είναι να έχεις καταφέρει να αλλάξεις κάτι άσχημο σε αυτόν τον κόσμο και η Ρούλα αυτό το είχε πετύχει.
Ας γίνει συνείδηση και σκοπός μας η κάθε μέρα που για εμάς μετράει τόσο πολύ, να την κάνουμε μια ακόμα μέρα που πράξαμε κάτι καλό για εμάς, καλό που αφορά όλο τον κόσμο. Δεν μπορεί το καλό, το δικό μας, να είναι ποτέ αντίθετο με το καλό του κόσμου, γιατί ζούμε μέσα σε αυτόν.
Τον θάνατο δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε, στην ζωή όμως μπορούμε να επιλέξουμε ποιες μάχες αξίζει να δίνουμε.
Για εμένα είναι ο δεύτερος θάνατος ανθρώπου μαχητή από την κοινότητά μας. Την αγαπάω αυτήν την κοινότητα, την φροντίζω, την ενισχύω, την κάνω ορατή, την συμπονάω και νιώθω ότι έχω καθήκον κανένας θάνατος κανενός μέλους της να μην πάει χαμένος. Έχουμε αγώνα να δώσουμε πριν μας πούνε και εμάς το στερνό «αντίο». Ας μετατρέψουμε ένα θλιβερό γεγονός, σε δύναμη για να κάνουμε πολλές και καλές πράξεις για την κοινότητά μας!
Είναι σίγουρο ότι η Ρούλα δεν θα ξεχαστεί, όπως και το έργο της και η συνέχειά του.
Καλό Ταξίδι και αν υπάρχει ένας άλλος κόσμος εκεί ψηλά θα ξανά συναντηθούμε όλοι μαζί!
Μαρία Κ.