Καινούργια έρευνα από την Δανία: "τρώτε τρόφιμα με λιγότερη γλουτένη"!

γλουτένη εντερο

Είναι τελικά καλό για την υγεία να ακολουθούμε δίαιτα με χαμηλά ποσοστά γλουτένης; Η ερώτηση αυτή γίνεται καίρια, ενώ όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να ακολουθήσουν μια διατροφή χωρίς γλουτένη, ακόμη και αν δεν έχουν κάποια αλλεργία. Στο ερώτημα έρχεται να απαντήσει νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.
Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, που διενεργήθηκε στη Δανία και δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Nature Communications, η διατροφή που είναι χαμηλή σε ποσοστά γλουτένης και πλούσια σε φυτικές ίνες, προκαλεί αλλαγές στις αποικίες των βακτηρίων του εντέρου, οδηγεί σε καταπράυνση των ενοχλήσεων του εντέρου όπως το φούσκωμα και βοηθά στη μείωση του σωματικού βάρους. Οι αλλαγές αυτές, όπως εξηγούν οι ερευνητές, οφείλονται σε μεταβολές στη σύνθεση και τη λειτουργία των βακτηρίων του εντέρου.

O Δρ. Φαιδων Lindberg, ειδικός παθολόγος-διαβητολόγος με μακροχρόνια ενασχόληση με την διατροφική ιατρική σχολιάζει:
τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν στην έρευνα αυτή, δεν είναι βέβαιο ότι οφείλονται απαραίτητα στην μειωμένη γλουτένη, αλλά (και) σε άλλες ουσίες που βρίσκονται στα δημητριακά με γλουτένη και που επίσης μειώθηκαν ταυτόχρονα με την γλουτένη στην έρευνα αυτή. Πρόκειται μεταξύ άλλων για τις φρουκτάνες, που είναι συγκεκριμένοι υδατάνθρακες που δεν μπορούν να διασπαστούν από το ανθρώπινο πεπτικό σύστημα, και που οδηγούν σε ζύμωση τους στο παχύ έντερο και ανάπτυξη αερίων.
Αν ταυτόχρονα υπάρχει και υπερανάπτυξη μικροβίων στο λεπτό έντερο (στα αγγλικα SIBO- small intestine bacterial overgrowth), αυτή η ζύμωση οδηγεί σε φουσκώματα και πόνους στην κοιλιά.
Το SIBO είναι πολύ διαδεδομένη διαταραχή, την έχει περίπου ο ένας στους 20 και μεταξύ 50-80% αυτών που έχουν διαγνωστεί με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Η ουσιαστική λύση είναι η διάγνωση του SIBO με ειδική εξέταση αναπνοής μετά από πρόσληψη λακτουλόζης και η θεραπεία της, οπότε μετά σταματούν τα φουσκώματα. Μια διατροφή χαμηλή σε φρουκτάνες και άλλα λεγόμενα FODMAP βοηθάει μεν στα συμπτώματα, αλλά δεν δίνει ουσιαστική λύση ενώ μπορεί να διαταράξει την καλή χλωρίδα του παχέος εντέρου.”

Παράλληλα, ο επικεφαλής της έρευνας Καθηγητής Olouf Pedersen, στο Ιατρικό Κέντρο Ερευνών του Βασικού Μεταβολισμού “Novo Nordisk” του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάχης εξηγεί: «Αποδείξαμε ότι μια δίαιτα με χαμηλά ποσοστά γλουτένης, αλλά πλούσια σε φυτικές ίνες, προκαλεί αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του πολύπλοκου οικοσυστήματος βακτηρίων του εντέρου, μειώνει την παραγωγή υδρογόνου στο έντερο και οδηγεί σε μείωση του φουσκώματος στο γαστρεντερικό σύστημα. Επιπλέον, παρατηρήσαμε μικρή απώλεια βάρους, πιθανόν λόγω της αυξημένης καύσης του οργανισμού που προκλήθηκε από την αλλαγή στη λειτουργία των βακτηρίων.»
 

Η αιτία φαίνεται να είναι η αλλαγή στη σύνθεση των φυτικών ινών.

Η έρευνα, στην οποία έλαβαν μέρος 60 υγιείς ενήλικες από τη Δανία, διενεργήθηκε σε δύο περιόδους των οχτώ εβδομάδων και έγινε σύγκριση μεταξύ κατανάλωσης χαμηλών επιπέδων γλουτένης (2 γραμμάρια την ημέρα) και κατανάλωσης υψηλών επιπέδων γλουτένης (18 γραμμάρια την ημέρα). Οι θερμίδες, τα θρεπτικά συστατικά και οι φυτικές ίνες παρέμειναν ίδια και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο άλλαξε σημαντικά η σύνθεση των ινών. Μεταξύ των δύο περιόδων υπήρξε διάλειμμα δεκαέξι ημερών, κατά το οποίο οι συμμετέχοντες ακολουθήσαν τη συνηθισμένη τους διατροφή.
Αυτό που ανακάλυψαν οι ερευνητές, ήταν ότι οι ζυμώσεις που προκαλούσαν τα βακτήρια του εντέρου στην κάθε περίπτωση, ήταν διαφορετικές. Έτσι υπέθεσαν ότι οι αλλαγές στους συμμετέχοντες δεν οφείλονταν στην ίδια την ποσότητα της γλουτένης, αλλά στο πως οι μικροοργανισμοί αντέδρασαν στις ίνες. Οι φυτικές ίνες στη δίαιτα με τα χαμηλά ποσοστά γλουτένης προέρχονταν από καστανό ρύζι, λαχανικά και κινόα, αντί για σιτάρι και σίκαλη.

Τι σημαίνει όμως αυτό για τη διατροφή μας;

Συστάσεις για δίαιτα με χαμηλά ποσοστά γλουτένης έχουν γίνει και στο παρελθόν, ιδιαίτερα για την ανακούφιση ασθενών με φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου και σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Αυτού του είδους οι παθήσεις αφορούν περίπου το 20% του πληθυσμού των δυτικών χωρών.
Παρά τα αποτελέσματα της έρευνας, ο Καθηγητής Oluf Pedersen καταλήγει:

«Χρειάζονται οπωσδήποτε περισσότερες μελέτες πριν δοθεί οποιαδήποτε οδηγία στους καταναλωτές. Αυτό στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι η έρευνα αυτή αποτελεί αφύπνιση προς τη βιομηχανία τροφίμων. Τα περισσότερα προϊόντα που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στην αγορά έχουν τρομερές ελλείψεις. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη να κυκλοφορήσουν στην αγορά υψηλής ποιότητας τρόφιμα χωρίς γλουτένη, εμπλουτισμένα με ίνες και θρεπτικά συστατικά, τα οποία να είναι φρέσκα, ή τουλάχιστον με την ελάχιστη δυνατή επεξεργασία, προκειμένου να διατεθούν σε καταναλωτές που προτιμούν να ακολουθήσουν μια τέτοιου είδους διατροφή.»

Πηγή: Science Daily

Total
0
Shares
Σχετικά άρθρα