Το άρθρο που παραθέτουμε είναι μεταφρασμένο από το έγκυρο site ASweetLife και παρέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το πως η μόλυνση με COVID-19 επηρεάζει τα επίπεδα της γλυκόζης και μπορεί να προκαλέσει διαβήτη σε υγιή άτομα. Από τις έρευνες αποδεικνύεται πως ο κορωνοϊός χρησιμοποιεί έναν υποδοχέα που βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση στο πάγκρεας και τα βήτα κύτταρα ώστε να εισέλθει στον οργανισμό και να πολλαπλασιαστεί, προκαλώντας βλάβες που καταλήγουν σε παρεμπόδιση της διαδικασίας έγχυσης ινσουλίνης.
Δεν αποκαλύπτεται αν η κατάσταση αυτή είναι μόνιμη ή αναστρέψιμη, ερώτημα που για να απαντηθεί χρειάζονται περισσότερες έρευνες, όμως αυτά που αναφέρονται ρίχνουν νέο φως στις συνέπειες της λοίμωξης με κορωνοϊό. Μία από αυτές φαίνεται να είναι η πρόκληση διαβητικής κετοξέωσης ακόμη και σε άτομα που δεν έπασχαν από διαβήτη πριν από τη λοίμωξη με SARS-COVID-19.
Προκαλεί διαβήτη ο COVID-19;
Πρόσφατα, το έγκυρο ιατρικό περιοδικό Lancet δημοσίευσε μια σειρά από «συστάσεις για την διαχείριση του διαβήτη σε ασθενείς με COVID-19» αποτυπώνοντας τις πιο πρόσφατες αναλύσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της μόλυνσης με κορωνοϊό. Στη δημοσίευση αυτή, οι συντάκτες περιέγραφαν ένα περίεργο αλλά πιθανά σημαντικό στοιχείο:
Όλοι οι ασθενείς που έχουν μολυνθεί από κορωνοϊό και δεν πάσχουν από διαβήτη, ιδιαίτερα δε, αυτοί που διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση ασθένειας του μεταβολισμού, πρέπει να παρακολουθούνται για πιθανή εμφάνιση διαβήτη που ενδέχεται να προκληθεί από τον κορωνοϊό.
Άρα λοιπόν ο νέος κορωνοϊός προκαλεί διαβήτη;
Η απάντηση φαίνεται να είναι θετική. Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων μπορεί να συμβαίνει αυτό δεν έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί, και μόνο οι γιατροί μπορούν να καταλάβουν τις κυριότερες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί, ωστόσο θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε τι συμβαίνει.
Ίσως να έχετε ακούσει για τον ACE2, τον υποδοχέα που χρησιμοποιεί ο κορωνοϊός προκειμένου να εισέλθει στα κύτταρα του σώματος και να πολλαπλασιαστεί. Ο ACE2 βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση στο πάγκρεας και στα βήτα κύτταρα, γεγονός που σημαίνει ότι όταν επιτίθεται ο κορωνοϊός, τα βήτα κύτταρα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης. Η ζημιά που προκαλείται στα βήτα κύτταρα εμποδίζει την έκκριση ινσουλίνης, οδηγώντας σε αυξημένη δυσανεξία στη γλυκόζη, και εν ολίγοις, σε διαβήτη.
Ιταλοί συνάδελφοι των συντακτών του Lancet, αναφέρουν ότι έχουν συναντήσει «συχνές» περιπτώσεις ασθενών που παθαίνουν διαβητική κετοξέωση, μια πάθηση που παρατηρείται μόνο σε άτομα με διαβήτη τύπου 1. Οι συντάκτες επιπλέον, αναδεικνύουν τις τεράστιες ανάγκες των ασθενών για ινσουλίνη.
Αμέσως μετά το άρθρο του Lancet, δημοσιεύτηκε και μια περίπτωση νεοδιαγνωσθέντου διαβητικού ασθενούς από την Κίνα, στην οποία ο COVID-19 φαίνεται πως προκάλεσε κετοξέωση.
Οι δημοσιεύσεις δεν ξεκαθαρίζουν αν πρόκειται για παροδική ή μόνιμη βλάβη, ωστόσο, στο άρθρο του Lancet αναφέρεται ότι: «ο SARS-COV-2 μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες μεταβολικές βλάβες στους ασθενείς» και ότι κρίνεται αναγκαία η παρακολούθηση της καρδιομεταβολικής υγείας τους κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης.
Φαίνεται όμως ότι υπάρχει και προηγούμενο γι’ αυτό που συμβαίνει. Ο κορωνοϊός SARS που προκάλεσε πανδημία το 2003 λειτουργούσε με παρόμοιο τρόπο, έβλαπτε δηλαδή τα παγκρεατικά νησίδια και σε κάποιους ασθενείς προκαλούσε προσωρινά «οξέα περίπτωση» ινσουλινοεξαρτώμενου διαβήτη. Έρευνα σε 20 άτομα που εμφάνισαν διαβήτη κατά την τότε νοσηλεία τους μετά από μόλυνση με SARS, ακολούθησε την κατάσταση της υγείας τους τρία χρόνια αργότερα. Ο μεταβολισμός της γλυκόζης των 18 από τους 20 είχε επανέλθει πλήρως, οι δύο όμως παρέμεναν διαβητικοί.
Οι λεπτομέρειες και οι προεκτάσεις αυτών των δύο περιπτώσεων έμειναν ανεξερεύνητες, και έτσι αναρωτιόμαστε αν ο SARS όντως προκάλεσε την εμφάνιση του διαβήτη, ή αν ο ιός απλώς επίσπευσε τη διαδικασία.
Δυστυχώς, φαίνεται πως η υπεργλυκαιμία που μπορεί να προκληθεί από βαριές περιπτώσεις COVID-19 μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Πρόσφατη έρευνα σε Αμερικάνους ασθενείς, ανέδειξε την εμφάνιση «ανεξέλεγκτης υπεργλυκαιμίας» σε περιπτώσεις ατόμων που είχαν νοσηλευθεί μετά από μόλυνση με COVID-19. Στην έρευνα δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος «πρωτοεμφανιζόμενος διαβήτης», όμως ξέρουμε ότι ασθενείς χωρίς ιστορικό διαβήτη (μέση τιμή A1c 5.9% κατά την εισαγωγή τους) εμφάνισαν υψηλά επίπεδα σακχάρου κατά τη διάρκεια της λοίμωξης (υπήρξαν πολλές μετρήσεις άνω των 180 mg/dL). Από το δείγμα της έρευνας, το 14,8% των ασθενών με διαγνωσμένο διαβήτη τύπου 2, πέθαναν λόγω της λοίμωξης που προκλήθηκε από τον COVID-19, αριθμός που από μόνος του προκαλεί ανησυχία. Όμως, και από τους ασθενείς που δεν υπήρχε ένδειξη διαβήτη κατά την εισαγωγή, αλλά εμφάνισαν ανεξέλεγκτη υπεργλυκαιμία κατά τη νοσηλεία, το 41,7% κατέληξαν.
Τα στοιχεία συμβαδίζουν με την μαρτυρία του Dr. Antonio Ceriello, καθηγητή και ερευνητή στο Μιλάνο της Ιταλίας, που υπήρξε ένα από τα πρώτα επίκεντρα της πανδημίας. Στα τέλη Απρίλη, ο Dr. Ceriello έγραψε ένα άρθρο στο οποίο επισήμανε την ανάγκη για άμεση διαχείριση της γλυκόζης σε ασθενείς με COVID-19. Σε συνέντευξη που παραχώρησε την περασμένη εβδομάδα στο Endocrinology Advisor, ο Dr. Ceriello ανέφερε ότι ο έλεγχος της γλυκόζης είναι «ακόμη πιο σημαντικός σε ασθενείς χωρίς διαβήτη».
Οι συντάκτες της Αμερικανικής έρευνας καταλήγουν:
Οι ιατροί θα πρέπει να προσφέρουν θεραπεία για την υπεργλυκαιμία στοχεύοντας σε μετρήσεις κάτω των 180mg/dL στους περισσότερους ασθενείς. Αυτό, για τους ασθενείς που δεν βρίσκονται στις ΜΕΘ, σημαίνει ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί σχήμα με ινσουλίνη basal – bolus και ενώ για τους ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση θα πρέπει να υπάρξει συνεχής παροχή ινσουλίνης.
Στην ουσία, οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι περισσότεροι ασθενείς με COVID-19 θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ινσουλινοεξαρτώμενοι διαβητικοί, είτε πάσχουν από διαβήτη είτε όχι, με συχνές μετρήσεις σακχάρου και εντατική θεραπεία με ινσουλίνη, ώστε τα επίπεδα της γλυκόζης να επανέρχονται στα επιθυμητά όρια.
Εύλογα προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 που δεν έχουν διαγνωστεί. Η Αμερικανική Ένωση Διαβήτη αναφέρει ότι το 20% από τα 34 εκατομμύρια ανθρώπων που πάσχουν από διαβήτη, δεν έχουν διαγνωστεί, ενώ έρευνες έχουν καταλήξει ότι ο αριθμός αυτός είναι ακόμη μεγαλύτερος και ότι ακόμη και το 1/3 των περιπτώσεων διαβήτη δεν έχουν διαγνωστεί.
Έχουν δημοσιευτεί πολλά άρθρα που τονίζουν τη σημασία του καλού γλυκαιμικού ελέγχου εν όψει κορωνοϊού. Όπως φαίνεται αυτό δεν αφορά μόνο τα άτομα με διαβήτη, αλλά όλο τον πληθυσμό. Αν οι συστάσεις των ερευνητών που έχουμε δημοσιεύσει σε αυτό το άρθρο γίνουν αποδεκτές, ο έλεγχος του σακχάρου και η θεραπεία με ινσουλίνη θα αρχίσουν να συζητιούνται σε όλο τον κόσμο.
Πηγή: ASweetLife