Πριν χιλιάδες χρόνια, δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού. Το λέμε και το επαναλαμβάνουμε συχνά στις συζητήσεις μας, είτε γιατί παινευόμαστε είτε γιατί αστειευόμαστε. Σε μία χώρα όμως που οι ίσες ευκαιρίες, η αξιοπρεπής διαβίωση και η κοινωνική αλληλεγγύη θεωρούνται πολυτέλειες, το φως του πολιτισμού τείνει να σβήσει. Ο μέσος Έλληνας, έχει ανά πάσα στιγμή να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, την ανεργία, την υπερφορολόγηση και διάφορα άλλα δεινά που έχει επιφέρει η κρίση. Όταν αυτά τα προβλήματα μεταφέρονται σε ένα άτομο που ήδη παλεύει για τη ζωή του, ο αγώνας γίνεται άνισος.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο να καταλάβει κανείς γιατί όταν ένα ΑμεΑ περιμένει να περάσει από επιτροπή των ΚΕΠΑ προκειμένου να του δοθεί το επίδομα αναπηρίας, αισθάνεται σα να πηγαίνει στον δήμιο.
Σαν να τολμά να επιβαρύνει το κράτος με την ίδια του την ύπαρξη, έχοντας το θράσος να γεννηθεί με μια πάθηση που του προκαλεί αναπηρία. Για να φτάσει όμως ένα άτομο να καταστεί ανάπηρο, έστω και σε ένα βαθμό, σημαίνει ότι η πάθησή του έχει καταβάλλει τον οργανισμό του σε τέτοιο σημείο, που οι απλές καθημερινές εργασίες γίνονται δύσκολες ή και ακατόρθωτες.
Κάποιοι αγωνίζονται, κάποιοι αγωνιούν και άλλοι παραδίδονται. Κάποιοι προσπαθούν να βρουν εργασία για να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, και αντιμετωπίζουν εκεί την υποψία και το στιγματισμό. Μερικοί αποφεύγουν να αποκαλύψουν την ασθένειά τους, έχοντας αποποιηθεί τα δικαιώματά τους, προκειμένου να μπορέσουν να προσληφθούν. Η ασθένεια όμως παραφυλά, και στην πρώτη εμφάνισή της συχνά γίνεται αιτία απόλυσης.
Και φτάνουν οι ασθενείς με αναπηρία, που δεν είναι πάντα εμφανής ώστε να μπορούν να τη διαπιστώσουν άμεσα αυτοί που τους αντικρύζουν, φορτωμένοι με σακούλες γεμάτες εξετάσεις και δικαιολογητικά, να ζητάνε να περάσουν από επιτροπή προκειμένου να τους δοθεί το πολυπόθητο επίδομα. Αγωνία, άγχος, απόγνωση, φτώχεια. Όπως αναφέρεται και στο κείμενο που ακολουθεί,
«στα ΚΕΠΑ δεν εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι ασθενείς, τις εναποθέτουν οι ΦΤΩΧΟΙ ασθενείς».
Όταν δε, έρθει η ώρα να εξεταστούν, η αναμονή μπορεί να είναι και υπερβολική. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση, ΑμεΑ που πέρασε ΚΕΠΑ, μίλησε για το πόση ώρα μπορεί να περιμένει κανείς μέχρι να περάσει επιτροπή.
«Δύο ώρες αν είσαι τυχερός… και είναι το όνομά σου ψηλά στην λίστα, τελευταία φορά που πέρασα, πήγα 8:30, ήμουν προτελευταίο όνομα και έφυγα από εκεί τελικά στις 12:45 με αιμορραγία!!!»
Αφού λοιπόν ακούσουν το όνομά τους, βιάζονται να μπουν σε ένα δωμάτιο με τρεις ξένους ανθρώπους, που ποτέ ο ασθενής δεν ξέρει την ταυτότητά τους και διατηρούν την απόλυτη ανωνυμία τους, πράγμα το οποίο έχει συχνά καταγγελθεί από πάρα πολλούς συλλόγους ΑμεΑ και έχουν εκείνη την ώρα την εξουσία να αποφασίσουν αν ο κάθε ασθενής που μπαίνει μέσα είναι αρκετά ανήμπορος, ώστε να χρειαστεί την ενίσχυση των 313 ευρώ, προκειμένου να περάσει το μήνα του. Το αν θα «κοπεί» ή αν θα «περάσει» όμως, θα το μάθει και αυτό μετά από ένα μήνα.
Αυτή τη γκρίζα εικόνα περιγράφει στην επιστολή της προς το Glykouli.gr η Αρετή Σ., αναγνώστρια που πρόσφατα πέρασε επιτροπή ΚΕΠΑ και ακόμη δεν έχει λάβει τα αποτελέσματα. Σας το παραθέτουμε παρακάτω ώστε να το διαβάσετε και να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.
Αρετή Σ.
Είχε φτάσει η ώρα να περάσω από την επιτροπή των ΚΕΠΑ. Άφησα τα παιδιά στο σχολείο και πήγα βιαστικά για ψώνια. Μην ξέροντας αν θα προλάβαινα να μαγειρέψω πριν γυρίσουν, πήγα να πάρω το λεωφορείο που αργούσε και έλπιζα να μην καθυστερήσει άλλο.
Σε όλη τη διαδρομή, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, όπως τη μέρα που περίμενα να βγει η βιοψία του πατέρα μου. Έκανα προσπάθεια να ηρεμήσω, άλλωστε δεν θα πέθαινα κιόλας για ένα ΚΕΠΑ.
Κι όμως. Είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη που έχω για αυτό το επίδομα, των 313 ευρώ, που χωρίς αυτά δεν βγαίνει ο μήνας. Ένα χρόνο είμαι άνεργη, έχω στείλει παντού βιογραφικά, απάντηση όμως δεν έχω λάβει. Παρακολουθώ τις προκηρύξεις του ΑΣΕΠ, γιατί είναι καλύτερα στο δημόσιο, αλλά και εκεί οι προσλήψεις είναι περιορισμένες.
Όταν επιτέλους φτάνω, ο κόσμος έχει ήδη μαζευτεί. Ενώ τα μάτια μου τσούζουν από την αϋπνία, καταφέρνω και στριμώχνομαι σε μια καρέκλα. Το άγχος δε με άφησε να κοιμηθώ, και ξέχασα να πάρω κι έναν καφέ.
Αναπολώντας την τελευταία μου δουλειά, είχα την εντύπωση ότι τα πήγαινα καλά. Προσπαθούσα να μη δείχνω ποτέ κουρασμένη και έκανα υπερωρίες χωρίς πληρωμή. Απέφυγα βέβαια να δηλώσω την ασθένειά μου, γιατί ήξερα ότι θα τους κακοφαινόταν. Μια μέρα με έπιασε υπογλυκαιμία και ζήτησα από έναν συνάδελφο να με καλύψει για δέκα λεπτά ώστε να φάω κάτι. Οι συνάδελφοι έκαναν τέτοια φασαρία, που ένα μήνα αργότερα με απέλυσαν, με τη δικαιολογία ότι γίνονταν μειώσεις προσωπικού. Μου είπαν ότι δεν είχε σχέση με την αναπηρία μου, και δεν προσπάθησα να βρω άκρη με την επιθεώρηση εργασίας.
Καθώς περίμενα, προσπαθούσα να διαβάσω τα πρόσωπα όσων εξετάζονταν πριν από εμένα. Ήταν όλοι κακόκεφοι και ένιωσα σφίξιμο στο στομάχι, έχοντας φοβηθεί ότι πέσαμε σε αυστηρή επιτροπή. Τσέκαρα βιαστικά ότι είχα όλα τα χαρτιά μαζί μου, και, όταν βεβαιώθηκα ότι δεν ξέχασα τίποτα, επέστρεψα στην παρατήρηση. Δίπλα μου βρισκόταν μια μητέρα μ’ ένα παιδάκι σε αναπηρικό καροτσάκι. Παρηγοριά της ήταν ότι θα τους έπαιρναν νωρίς γιατί τα παιδιά έχουν προτεραιότητα. Μου είπε ότι η ίδια έχει βγάλει το δημοτικό και ότι τους κόβουν συνέχεια, χωρίς να τους λένε το λόγο. Προσπαθώ να της δώσω κουράγιο, αλλά αυτή αναστενάζοντας μου λέει ότι μεγαλώνει μόνη της τον μικρό. Πιο πέρα, μια διερμηνέας κάνει μετάφραση στη νοηματική σε ένα άτομο με κώφωση.
Ξαφνικά με πιάνουν ενοχές που πάσχω από χρόνιο νόσημα και αναγκάζομαι να εκλιπαρώ για ένα επίδομα. Σκέφτομαι ότι αν ήμουν υγιής, ίσως να ήταν πιο εύκολο να βρω δουλειά και η οικογένεια μου θα ζούσε καλύτερα χωρίς να της είμαι βάρος.
Όπως ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου, βλέπω ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να μεταφέρει από μπροστά μου έναν νέο άνδρα σε φορείο. Αυτοκινητιστικό, ψιθυρίζει η διπλανή μου, συνέχεια τον φέρνουν, θα έπρεπε να τον βγάλουν με οριστική αναπηρία.
Το φορείο έφυγε και συνεχίζω να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Άνθρωποι φτωχοντυμένοι, με μεγάλες πλαστικές σακούλες γεμάτες εξετάσεις. Κάποιοι νευρικοί, δεν μπορούν να κρύψουν την αγωνία τους, ενώ άλλοι, φαίνονται παραδομένοι. Έχουν το βλέμμα εκείνου που έχει περάσει από την απόγνωση στην απάθεια, που έχουν βγάλει τον εαυτό τους έξω από την κοινωνία, από τους ανθρώπους που κάνουν σχέδια, που έχουν ελπίδες και προοπτικές.
Ζουν μέσα σε έναν κόσμο μουντό, γεμάτο σύριγγες, φάρμακα, ανασφάλεια και απαξίωση.
Με αυτές τις σκέψεις, πιάνεται η αναπνοή μου, γιατί δε θέλω να φτάσω σε αυτό το σημείο. Σπούδασα, αγωνίστηκα, πάλεψα για να μην παραδοθώ στην απελπισία, νιώθω όμως ότι δεν έχω από που να πιαστώ. Έχω γεράσει πριν την ώρα μου στην προσπάθεια να κρυφτώ από τους εργοδότες, να εξηγήσω στους συναδέλφους ότι αυτό που έχω δεν «κολλάει», να δικαιολογηθώ σε φίλους γιατί δεν έχω πάντα τη δύναμη να ακολουθήσω στις εξόδους. Κουράστηκα ακόμη και να εξηγώ στους συγγενείς ότι δεν μπορώ να φάω ό,τι τρώνε οι ίδιοι, πόσο μάλλον να πρέπει να αποδείξω στο κράτος ότι δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με 313 ευρώ το μήνα. Και κουράστηκα να ζητάω προτεραιότητα στη σειρά, για να μου πει ο υπάλληλος ότι «δε φαίνομαι να είμαι ΑμεΑ». Αυτά που μου λείπουν είναι τα πιο αυτονόητα πράγματα στον κόσμο για μια σοβαρή χώρα. Πολιτισμός και ίσες ευκαιρίες.
Έτσι, εξαντλημένη και ταλαιπωρημένη, φτάνω εδώ σήμερα χωρίς ψυχραιμία. Κρέμομαι από ένα επίδομα, που για μένα δεν είναι μια απλή ενίσχυση, είναι ό,τι έχω και δεν έχω.
Γιατί στα ΚΕΠΑ δεν εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι ασθενείς. Τις εναποθέτουν οι φτωχοί ασθενείς, αυτοί που είναι τσακισμένοι οικονομικά και ψυχολογικά. Και αναρωτιέμαι, αν η αξιοπρέπεια θα έπρεπε να είναι δικαίωμα όλων μας και όχι προνόμιο όσων έχουν χρήματα.
Ακούω το όνομά μου και πετάγομαι απότομα. Μπαίνω, ενώ η καρδιά μου πάει να σπάσει από την αγωνία. Ευγενικά καλημερίζω την επιτροπή, και ένας τους μου γνέφει να καθίσω, καθώς οι υπόλοιποι κοιτάζουν απορροφημένοι τα χαρτιά που έχουν μπροστά τους. Αισθάνομαι μικρή και συρρικνώνομαι στην καρέκλα, σαν ένα μικρό κοριτσάκι που έχει κάνει αταξία και το περνάνε από εξέταση. Δεν είμαι πλέον η κυρία Αρετή Σ., αριστούχος του πολιτικού της Νομικής, μητέρα δύο παιδιών. Αντίθετα είμαι αόρατη.
Μέσα μου φωνάζω ότι αυτό το επίδομα το δικαιούμαι, ότι θα έπρεπε να μου το δίνουν εφ’ όρου ζωής, γιατί αυτό προβλέπει ο νόμος κι ότι κακώς δε μου το έδωσαν την προηγούμενη φορά.
Δεν τολμώ όμως να πω κουβέντα, γιατί μπροστά μου βρίσκονται τρεις άγνωστοι, που μέσα σε δεκαπέντε λεπτά θα κρίνουν αν η οικογένειά μου θα επιβιώσει για τους επόμενους μήνες.
Αντίθετα προσπαθώ να είμαι ευγενική και καλή για να μη με αντιπαθήσουν, και φοβάμαι μήπως δείχνω πολύ υγιής.
Μπροστά μου, οι τρεις του συνομιλούν, ψάχνουν τα δικαιολογητικά και με πιάνει πανικός μήπως έχω ξεχάσει τίποτα. Κανείς όμως δε μου δίνει σημασία, μπορεί να είμαι η ασθενής αλλά δεν έχει σημασία τι έχω να πω. Εδώ άλλωστε δε χωράνε συναισθηματισμοί, μόνο κρύα καθημερινότητα, η πόρτα που ανοιγοκλείνει, ένας ασθενής που μπερδεύτηκε, μια γιατρός από τη διπλανή επιτροπή που θέλει κάτι.
Οι σκέψεις μου πάνε στα Χριστούγεννα και η εσωτερική μου φωνή τους ρωτά
«ποιοι είστε εσείς που θα κρίνετε τη ζωή μου μέσα σε 10 λεπτά, που θα αποφασίσετε αν θα πάρω δώρα στα παιδιά μου;» Τι να έχω κάνει λάθος άραγε για να βρίσκομαι εδώ και να νιώθω τόσο ευάλωτη που τρέμω ολόκληρη;
Τις σκέψεις μου διέλυσε η φωνή που ακούστηκε να λέει «Τα αποτελέσματα σε ένα μήνα». Ήταν η γραμματέας και, ενώ μουδιασμένη σηκώνομαι, ρωτάω αν πήγαν όλα καλά, προσπαθώντας να βολιδοσκοπήσω την κατάσταση. «Σε ένα μήνα».
Παραιτημένη, κατευθύνομαι προς την έξοδο νιώθοντας τα βλέμματά τους στην πλάτη μου. Όπως βγαίνω, πέφτω πάνω σε ένα χνουδωτό, ροζ αρκουδάκι. Η ιδιοκτήτρια, μια τσαχπίνα δεσποινιδούλα με σύνδρομο νταουν, απλώνει όλο προσμονή τα χεράκια για να το πιάσει. Απ’ το τζάμι μπαίνει ο ζεστός, καταπραϋντικός ήλιος, στα κλεφτά μας δίνει σημάδι. Της χαμογελάω, συνωμοτικά. Είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Δε φταίω ούτε εγώ, ούτε αυτή η όμορφη μικρούλα που η ζωή μας εξαρτάται από ένα πενιχρό επίδομα, δε φταίμε που αρρωστήσαμε και μαραζώνουμε έξω από τις πόρτες των επιτροπών στα ΚΕΠΑ. Δε φταίμε που οι εργοδότες θεωρούν ότι μας φορτώνονται και μας πετούν σα χαλασμένο εμπόρευμα, ούτε που το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ανίκανο να παράγει μορφωμένους ανθρώπους με ενσυναίσθηση απέναντι στην αναπηρία. Σίγουρα δε φταίμε εμείς, που σε 10 λεπτά, κάποιοι ανώνυμοι γιατροί, θα κρίνουν αν θα μπορούμε τον επόμενο μήνα να πληρώσουμε το ρεύμα. Κουράστηκα να πρέπει συνεχώς να απολογούμαι.
Οφείλω όμως στον εαυτό μου να μην παραδοθώ. Το οφείλω και στους γονείς μου που πάλεψαν για μένα και στο παιδί μου που με χρειάζεται. Τα ΚΕΠΑ θα σταματήσουν να προκαλούν τέτοιο τρόμο στα ΑμεΑ, όταν μας δοθούν ίσες δυνατότητες και επιλογές.
Glykouli.gr team
Αρετή Σ.