Η ινσουλίνη, μια ορμόνη απαραίτητη για τη ρύθμιση του σακχάρου και των λιπιδίων στο αίμα, παράγεται από τα κύτταρα βήτα του παγκρέατος. Σε πολλούς ανθρώπους με διαβήτη ωστόσο, τα παγκρεατικά κύτταρα δεν λειτουργούν (πλέον), γεγονός που προκαλεί ανεπάρκεια ινσουλίνης, μια πιθανά θανατηφόρα κατάσταση, που μπορεί να ελεγχθεί μόνο με καθημερινές ενέσεις. Ωστόσο, η θεραπεία με ενέσιμη ινσουλίνη έχει σοβαρές παρενέργειες, όπως ο αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπογλυκαιμίας και το γεγονός ότι ο μεταβολισμός δεν επανακτά την ισορροπία του. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την θεραπεία του διαβήτη, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης (UNIGE) στην Ελβετία, έχουν παρατηρήσει ότι η πρωτεΐνη S100A9, υπό ορισμένες συνθήκες φαίνεται να λειτουργεί ως ρυθμιστής του σακχάρου και των λιπιδίων στο αίμα, ενώ δεν παρουσιάζει τις σοβαρές παρενέργειες της ινσουλίνης. Η ανακάλυψη αυτή έχει δημοσιευτεί στο Nature Communications, και ανοίγει το δρόμο για την εύρεση μιας καλύτερης θεραπείας για το διαβήτη που θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που πάσχουν από ανεπάρκεια ινσουλίνης.
Σήμερα, οι ενέσεις ινσουλίνης είναι απαραίτητες για την επιβίωση των ανθρώπων που πάσχουν από διαβήτη τύπου 1, ή από προχωρημένο διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, η θεραπεία αυτή ενέχει τους δικούς της κινδύνους: υπερβολική πρόσληψη μπορεί να επιφέρει υπογλυκαιμία, δηλαδή υπερβολική πτώση των επιπέδων του σακχάρου ακόμη και σε σημείο που μπορεί να καταλήξει σε κόμμα ή και θάνατο. Από την άλλη, αν ο ασθενής δεν λάβει επαρκή δόση, μπορεί να προκληθεί υπεργλυκαιμία, η οποία είναι εξίσου επικίνδυνη. Επιπλέον, η ινσουλίνη παίζει σημαντικό ρόλο στον έλεγχο των κετόνων, δηλαδή των ενώσεων που παράγονται όταν το ήπαρ διασπά τα λιπίδια λόγω έλλειψης επαρκών αποθεμάτων γλυκόζης, οι οποίες σε μεγάλες ποσότητες μπορούν να είναι τοξικές.
Η θεραπεία με ινσουλίνη για μεγάλο διάστημα προκαλεί υπερβολική συσσώρευση λίπους και χοληστερίνης στο αίμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.
Από το 2010, η ομάδα του Roberto Coppari, καθηγητή στο Κέντρο Διαβήτη της Ιατρικής Σχολής του UNIGE, επισήμανε τις ρυθμιστικές ιδιότητες της λεπτίνης, μιας ορμόνης που επιδρά στον έλεγχο της όρεξης, καθώς και στα επίπεδα γλυκόζης και λιπιδίων στο αίμα. “Ωστόσο, η λεπτίνη έχει αποδειχθεί δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο σε ανθρώπους λόγω της ανάπτυξης της αντίστασης στη λεπτίνη”, είπε ο Roberto Coppari. “Για να ξεπεράσουμε αυτό το πρόβλημα, έχουμε εστιάσει την προσοχή μας στους μηχανισμούς του μεταβολισμού που επηρεάζονται από την λεπτίνη και όχι στην ίδια την ορμόνη.”
Μια αποτελεσματική πρωτεΐνη παρά την κακή της φήμη
Οι ερευνητές χορήγησαν λεπτίνη σε ποντίκια με ανεπάρκεια ινσουλίνης και παρατήρησαν ότι στο αίμα τους εμφανίστηκαν μεγάλες ποσότητες της πρωτεΐνης S100A9. “Η πρωτεΐνη αυτή έχει κακή φήμη γιατί όταν ενωθεί με την αδερφή της πρωτεΐνη S100A8, δημιουργείται ένα σύμπλεγμα που αποκαλείται καλπροτεκτίνη (calprotectin) και προκαλεί τα συμπτώματα σε πολλές αυτοάνοσες και φλεγμονώδεις ασθένειες.” λέει ο Giorgio Ramadori, ερευνητής στο Κέντρο Διαβήτη της Ιατρικής Σχολής του UNIGE και επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας αυτής. “Παραδόξως όμως, αν υπερεκφράσουμε την S100A9, μπορούμε να μειώσουμε τον επιβλαβή συνδυασμό με την S100A8 και έτσι να μειώσουμε τα επίπεδα της καλπροτεκτίνης.”
Στη συνέχεια, τους χορήγησαν μεγάλες δόσεις από την S100A9, και διαπίστωσαν ότι υπήρξε καλύτερη διαχείριση της γλυκόζης, των κετόνων και των λιπιδίων, μεταβολικών ανωμαλιών που είναι κοινές σε άτομα με ανεπάρκεια ινσουλίνης.
Για να καταλάβουν πως αυτός ο μηχανισμός θα προσαρμόζεται καλύτερα στους ανθρώπους, η ομάδα του Καθηγητή Coppari αυτή τη στιγμή διεξάγει κλινική έρευνα παρακολούθησης, σε συνδυασμό με τα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία της Γενεύης σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και 2 με αυξημένα επίπεδα γλυκόζης και κετονών. Αυτό που θέλουν να παρακολουθήσουν είναι ο συσχετισμός μεταξύ των επιπέδων της S100A9 στο αίμα και της σοβαρότητας των συμπτωμάτων. “Προηγούμενες έρευνες σε ανθρώπους, έχουν ήδη αποδείξει ότι τα αυξημένα επίπεδα της S100A9 σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο διαβήτη. Τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν την κλινική σχετικότητα των στοιχείων μας. Έτσι, προς το παρόν, προσπαθούμε να περάσουμε στην πρώτη φάση κλινικών μελετών σε ανθρώπους ώστε να δοκιμάσουμε απευθείας την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της S100A9 σε σχέση με την ανεπάρκεια ινσουλίνης,” λέει ο Roberto Coppari.
Βαδίζουμε προς συνδυαστικές θεραπείες
Η ομάδα έχει κάνει και μια δεύτερη ανακάλυψη: η πρωτεΐνη S100A9 φαίνεται ότι λειτουργεί μόνο στην παρουσία του TLR4, ενός υποδοχέα που βρίσκεται στην επιφάνεια συγκεκριμένων κυττάρων, όπως τα λιποκύτταρα ή τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. “Γιατί; Προς το παρόν παραμένει μυστήριο.” λέει ο Coppari. Οι ερευνητές αυτή τη στιγμή δουλεύουν για να βρουν μια θεραπεία που θα συνδυάζει χαμηλές δόσεις ινσουλίνης και S100A9 για την καλύτερη διαχείριση της γλυκόζης και των κετόνων και θα περιορίζει τις παρενέργειες της ινσουλίνης στις μεγάλες δόσεις. “Επιπλέον θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε το ρόλο της TLR4 ώστε να προσφέρουμε μια θεραπευτική στρατηγική που θα διατηρεί την λεπτή ισορροπία μεταξύ επιθυμητών ορίων γλυκόζης, κετόνων και ελέγχου λιπιδίων.”
Για την εύρεση θεραπείας υπάρχει μεγάλη ζήτηση: δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν ινσουλίνη καθημερινά για όλη τους τη ζωή. Η νέα θεραπευτική στρατηγική που προτείνει ο Roberto Cappari και η ομάδα του θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους σε μεγάλο βαθμό.
Πηγή: Science Daily