Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο JAMA Psychiatry, η αντίσταση στην ινσουλίνη συνδέεται με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή.
Οι ερευνητές σημείωσαν ότι σύμφωνα με τα ευρήματα, η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι ένας βιοδείκτης κατάθλιψης που σχετίζεται με μια κατάσταση και όχι με κάποιο χαρακτηριστικό.
«Ο χαρακτηρισμός αυτών των συσχετίσεων αποτελεί σημαντικό βήμα για την καλύτερη φαινοτυπία, που επιτρέπει τις διαμήκεις μελέτες και την πιο στοχευμένη προσέγγιση στη θεραπεία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής», είπε η Kathleen T. Watson, PhD, του τμήματος επιδημιολογίας και υγείας του πληθυσμού της Ιατρικής Σχολής του Stanford στην Καλιφόρνια. Οι συνάδελφοί της έγραψαν ότι: «Χρησιμοποιήσαμε την Μελέτη Κατάθλιψης και Αγχώδους Διαταραχής της Ολλανδίας για να ερευνήσουμε το κατά πόσο η αντίσταση στην ινσουλίνη συνδέεται με την ύπαρξη μείζονος κατάθλιψης, την βαρύτητα της κατάστασης και την διάρκειά της».
Οι ερευνητές ανάλυσαν τα δεδομένα 1,268 ατόμων που είχαν λάβει μέρος στην Ολλανδική μελέτη, οι οποίοι είχαν πρωτεομικά δεδομένα και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Σε αυτούς που έπασχαν από σύνδρομο μείζονος κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της έρευνας, σε αυτούς που είχαν το σύνδρομο στο παρελθόν, και σε αυτούς που δεν είχαν περάσει ποτέ κατάθλιψη, οι οποίοι αποτελούσαν και την ομάδα ελέγχου. Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δύο έγκυροι βιοδείκτες της ινσουλινοαντίστασης, ο ποσοτικός δείκτης ελέγχου της ευαισθησίας στην ινσουλίνη (quantitative insulin sensitivity check index) και η αναλογία τριγλυκεριδίων προς λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL), ώστε να διαπιστωθεί το κατά πόσο η χρήση διαφορετικών μετρήσεων της αντίστασης στην ινσουλίνη είχαν συνδέσεις με το σύνδρομο μείζονος κατάθλιψης.
Τα αποτελέσματα
Η Watson και οι συνάδελφοί της ανέφεραν ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της αντίστασης στην ινσουλίνη και της ύπαρξης μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε σχέση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου.
Στα άτομα που έπασχαν από βαριά κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της έρευνας, και οι δύο μετρήσεις της αντίστασης στην ινσουλίνη συσχετίστηκαν με την βαρύτητα της κατάθλιψης. Η μέτρηση τριγλυκεριδίων και HDL συσχετίσθηκε με χρόνια κατάθλιψη, όχι όμως και ο δείκτης ευαισθησίας στην ινσουλίνη.
Στους συμμετέχοντες που είχαν στο ιστορικό τους κατάθλιψη αλλά δεν έπασχαν κατά τη διάρκεια της μελέτης, δεν παρουσιάστηκε συσχετισμός μεταξύ της αντίστασης στην ινσουλίνη και της βαρύτητας ή της χρονικότητας στην κατάθλιψη.
«Αν χρησιμοποιηθούν μαζί, αυτοί οι βιοδείκτες της μεταβολικής δυσλειτουργίας αναπαριστούν απλές, κλινικά προσβάσιμες μεθόδους αναγνώρισης της ύπαρξης ινσουλινοαντίστασης μεταξύ των ασθενών που βρίσκονται σε κατάθλιψη» έγραψαν η Watson και οι συνάδελφοί της.
Πηγή: National Library of Medicine