Ο δρ. Δημήτριος Τσουκαλάς, είναι Παθολόγος, Επιστημονικός Διευθυντής του ιατρικού ομίλου Metabolomic Medicine στην Ελβετία, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Διατροφικής Ιατρικής, και μέλος της Παγκόσμιας Ακαδημίας Επιστημών. Είναι πρωτοπόρος στην πρόληψη και θεραπεία αυτοάνοσων και χρόνιων προβλημάτων υγείας όπως η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο διαβήτης, ο συστηματικός ερυθηματώσης λύκος, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ψωρίαση, η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα, με την χρήση αναλύσεων μεταβολομικής.
Είναι συγγραφέας του best seller βιβλίου “Το Σώμα Σου Είναι Γενετικά Προγραμματισμένο Να Είναι Υγιές” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις METAIXMIO και έχει μεταφραστεί στην Aγγλική και Iταλική γλώσσα και συντάκτης στο ιατρικό περιοδικό “Pathophysiology”, στην ειδική έκδοση που αφορά στις κλινικές εφαρμογές της Μεταβολομικής στα χρόνια νοσήματα. “Recent Advances in Metabolomics and Applications in Chronic Diseases”.
Αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο του σχετικά με τον ρόλο της αντίστασης στην ινσουλίνη στην εμφάνιση χρόνιων νοσημάτων, με κυρίαρχο το διαβήτη. Μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του δρ. Τσουκαλά εδώ.
Η Αντίσταση στην Ινσουλίνη Είναι Βασικός Παράγοντας Νόσου Σήμερα
Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που λειτουργεί σαν κλειδί και επιτρέπει την είσοδο της γλυκόζης (ζάχαρο) στα κύτταρα.
Ένας από τους βασικούς ρόλους της ινσουλίνης, είναι να ρίχνει τα επίπεδα του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Όταν τρώμε κάτι, το σάκχαρο στο αίμα ανεβαίνει. Καθώς τα επίπεδα γλυκόζης αυξάνονται στο αίμα, το πάγκρεας απελευθερώνει ινσουλίνη που προωθεί τη γλυκόζη από το αίμα προς το εσωτερικό των κυττάρων του οργανισμού.
Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στον ανθρώπινο οργανισμό να διατηρεί τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος (75 – 110 mg/dL), υπό φυσιολογικές συνθήκες.
Το πόσο εύκολα ανταποκρίνονται τα κύτταρα στο σήμα της ινσουλίνης, ώστε να προσλάβουν τη γλυκόζη, ονομάζεται ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Ωστόσο, η κατανάλωση υψηλά επεξεργασμένων τροφών και απλών υδατανθράκων αυξάνει την έκκριση της ινσουλίνης. Τα κύτταρα του οργανισμού αρχίζουν σταδιακά να μειώνουν την ευαισθησία τους και να μην ανταποκρίνονται στις εντολές της ινσουλίνης.
Όταν τα κύτταρα ανταποκρίνονται με δυσκολία και χρειάζονται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης για να προσλάβουν γλυκόζη, τότε έχουμε αντίσταση στην ινσουλίνη. Πρόκειται για μια κατάσταση, όπου τα κύτταρα αντιστέκονται στην εντολή της ινσουλίνης να απορροφήσουν τη γλυκόζη από το αίμα(1-3).
Όσο τα κύτταρα του οργανισμού αντιστέκονται στην ινσουλίνη, τόσο το πάγκρεας χρειάζεται να απελευθερώνει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες για να διατηρήσει τα επίπεδα του ζαχάρου εντός των φυσιολογικών ορίων.
Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, προωθούν τη φλεγμονή και την εμφάνιση διαβήτη, ενώ έχουν συσχετιστεί με πληθώρα αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων.
Η Ινσουλίνη Είναι μια από τις Σημαντικότερες Ορμόνες στο Ανθρώπινο Σώμα
Πέρα από το ρόλο της στην διατήρηση σταθερών επιπέδων σακχάρου στο αίμα μας, όπως προαναφέρθηκε, ρυθμίζει την παραγωγή ενέργειας, τις καύσεις του λίπους και έχει πολλές επιπρόσθετες λειτουργίες στον οργανισμό μας.
Στην πράξη, όλο σχεδόν το ενδοκρινικό σύστημα ρυθμίζεται από την ινσουλίνη.
Όταν το σώμα μας παράγει αυξημένες ποσότητες ινσουλίνης για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε πολλά όργανα μειώνουν την ανταπόκριση τους (ευαισθησία τους) σε αυτήν. Τα κύτταρα μας «συνηθίζουν» στα συνεχή υψηλά επίπεδα ινσουλίνης και δεν υπακούουν στις εντολές της.
Η συγκεκριμένη κατάσταση μειωμένης δραστικότητας και ευαισθησίας, που συνοδεύεται από αυξημένη έκκρισης ινσουλίνης δημιουργεί την αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτό μας εξηγεί γιατί ενώ μπορεί κανείς να έχει φυσιολογικά επίπεδα ζαχάρου, παράλληλα βιώνει έντονες μεταβολικές διαταραχές.
Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, προωθούν τη φλεγμονή, τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων και συνδέονται με την ανάπτυξη χρόνιων ασθενειών:
- καρδιαγγεικά νοσήματα (στεφανιαία νόσος, εγκεφαλικό)
- αυτοάνοσα (ρευματοειδής αρθρίτιδα, Χασιμότο, ψωρίαση, σκλήρυνση κατά πλάκας, λύκος, φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου)
- καρκίνο
- διαβήτη
- παχυσαρκία
- χρόνια φλεγμονή
Η αντίσταση στην ινσουλίνη φαίνεται να είναι ένας από τους κύριους υπαίτιους για τα βασικά προβλήματα υγείας στο σύγχρονο Δυτικό Πολιτισμό.
Η βελτίωση της αντίστασης στην ινσουλίνη πρέπει να είναι ένας από τους πρωταρχικούς στόχους στη διαχείριση αυτοάνοσων και χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων.
Ειδικές Εξετάσεις Εντοπίζουν Μεταβολικές Διαταραχές που Σχετίζονται με την Αντίσταση στην Ινσουλίνη
Η ανάλυση μικρών μορίων στο αίμα, ανιχνεύει μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία επηρεάζει την πορεία και την εκδήλωση αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών. Η μεταβολική κατάσταση ενός ατόμου είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου εκδήλωσης αυτής της κατηγορίας νοσημάτων.
Οι συγκεκριμένες εξετάσεις ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Μετράνε πολύ μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι καταγράφουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές, καθιστώντας έτσι αποτελεσματική την αντιμετώπιση και πρόληψη αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων.
Οι μεταβολομικές αναλύσεις είναι μια ευαίσθητη μέθοδος μέτρησης, ικανή να αποτυπώσει μεταβολικές δυσλειτουργίες που προκύπτουν από μια νόσο ή προβλέπουν την παρουσία αυτής, παρέχοντας ακριβή εικόνα για την κατάσταση της υγείας του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Δείκτες που Ανιχνεύονται μέσω των Μεταβολομικών Αναλυσέων
Οι Μεταβολομικές Αναλύσεις ανιχνεύουν δείκτες που εντοπίζουν:
- τις ελλείψεις σε βιταμίνες, ένζυμα, μεταλλικά στοιχεία, αμινοξέα, και ωμέγα 3 λιπαρά οξέα
- μεταβολικές διαταραχές, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη
- τη διαχείριση της φλεγμονής
- την ικανότητα παραγωγής ενέργειας (μιτοχονδριακή λειτουργία)
- την αντιοξειδωτική ικανότητα του οργανισμού
- την κατάσταση της εντερικής χλωρίδας (μικροβίωμα)
- την παρουσία διαταραχών στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων και των λιπιδίων
- διαταραχές στη λειτουργία του νευρικού συστήματος
- διαταραχές στην ορμονική λειτουργία
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες. Τα τελευταία χρόνια, με τη χρήση μεταβολομικών αναλύσεων, ανιχνεύονται μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού και καταγράφουν με ακρίβεια τις ελλείψεις και τις μεταβολικές διαταραχές.
Πρόκειται για ένα επιπρόσθετο διαγνωστικό εργαλείο, που καθοδηγεί τη διόρθωση των ελλείψεων, με τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων μικροθρεπτικών συστατικών. Η αποκατάσταση της φυσιολογικής μεταβολικής λειτουργίας, βελτιώνει τη συνολική κατάσταση της υγείας και την πορεία χρόνιων ασθενειών, όπως τα αυτοάνοσα, τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης και τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος.
Η διόρθωση των ελλείψεων του οργανισμού και η αποκατάσταση του μεταβολισμού, μπορούν να αλλάξουν ριζικά την πορεία μεγάλου φάσματος ασθενειών ή να προλάβουν την εμφάνιση τους.
Δρ. Τσουκαλάς